Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άδεια η [áδia] Ο27 λόγ. γεν. και αδείας : 1α.συγκατάθεση, δικαίωμα που δίνεται σε κπ. να πει ή να κάνει κτ.: Zητώ από το προεδρείο την ~ να λάβω το λόγο. Δεν πηγαίνει πουθενά, αν δεν πάρει την ~ των γονιών της. Ποιος σου έδωσε την ~ να φύγεις; Aυτός ο γάμος έγινε παρά τις αντιρρήσεις μου και χωρίς την άδειά μου. (έκφρ.) με την άδειά σας, ευγενική διατύπωση που χρησιμοποιούμε, όταν θέλουμε να πούμε ή να κάνουμε κτ.: Mπορώ να φύγω / να καπνίσω, με την άδειά σας; β1. διοικητική πράξη η οποία δίνει σε κπ. το δικαίωμα να κάνει κτ. ή να αναπτύξει κάποια δραστηριότητα, συνήθ. ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου: Στους δημοσιογράφους δόθηκε ~ εισόδου στο υπουργείο / στο δικαστήριο. Zήτησε ~ μικροπωλητή από την αρμόδια υπηρεσία. H ~ ασκήσεως του επαγγέλματος του δικηγόρου χορηγείται ύστερα από εξετάσεις. Tο λιμεναρχείο δεν έδωσε ~ απόπλου στα μικρά σκάφη λόγω θαλασσοταραχής. Οι κυνηγοί έχουν ~ κατοχής όπλου. || (στρατ.): ~ εξόδου, δικαίωμα ολιγόωρης απουσίας του στρατιώτη από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί: Ο διοικητής έδωσε ~ εξόδου στους στρατιώτες. ~ διανυκτέρευσης, το δικαίωμα απουσίας του στρατιώτη από τη μονάδα στην οποία υπηρετεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. || (έκφρ.) ποιητική ~, παρέκκλιση από γραμματικούς ή συντακτικούς κανόνες, που επιτρέπεται στην ποίηση, για μετρικούς συνήθ. λόγους. (λόγ.) ποιητική αδεία, για κτ. που λέγεται με την ελευθερία που δίνει ο ποιητικός λόγος στον τρόπο έκφρασης. β2. το έγγραφο που επικυρώνει το παραπάνω δικαίωμα και που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή: H τροχαία ζήτησε από τον οδηγό την ~ οδηγήσεως (αυτοκινήτου). Kατέθεσε στο ληξιαρχείο την ~ γάμου / κηδείας. 2. το νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα που έχει ένας εργαζόμενος να απουσιάσει από την εργασία του, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα: Οι υπάλληλοι δικαιούνται να πάρουν ένα μήνα ~ διακοπών. ~ με / χωρίς αποδοχές. (λόγ.) ~ μετά / άνευ αποδοχών. Εκπαιδευτική / αναρρωτική ~. ~ τοκετού. Aνακαλούνται οι άδειες των στρατιωτικών σε κρίσιμες περιόδους. Είναι / λείπει με / σε ~, είναι αδειούχος. || το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: Εκμεταλλεύτηκα την άδειά μου και διάβασα αρκετά βιβλία. || (στρατ.): Kανονική / φοιτητική / αγροτική / αναρρωτική ~.
αδειούλα η YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 2, ολιγοήμερη άδεια. [λόγ. < αρχ. ἄδεια & σημδ. γαλλ. permission, permis, licence· άδει(α) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδειά η [aδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ελεύθερος χρόνος, συνήθ. στην έκφραση έχω ~, αδειάζω 2, ευκαιρώ: Έχω πολλές δουλειές, δεν έχω καθόλου ~. Όταν έχεις ~, έλα σπίτι μου.
[αδ(ειάζω) 2 -ειά (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδεια [á∂ia] η,, (also [á∂ja])
- ① permission, authorization:
- έχει ~ has permission |
- δίνω ~give permission |
- με την άδειά σας w. your permission, by your leave |
- δεν έχω την άδειά σου I don't have your permission (or consent) |
- χωρίς ~ unauthorized |
- δεν έχω ~ να σας αφήσω να περάσετε I have no authorization to permit you to pass (enter) |
- δεν έδωσα την άδειά μου I have not given authorization |
- σου δίνω την ~ να πάρης ό,τι θέλεις I permit you to take whatever you please |
- έχει (την) ~ να... has the authorization (permission) to... |
- δεν έχω την ~ να το δημοσιεύσω I have no authorization to publish it
- ⓐ consent, sanction:
- ~ συζύγου husband's authorization |
- έχω την ~ του ιδιοκτήτη να περνώ μέσ' από το χτήμα του |
- με την ~ του συγγραφέα w. the author's sanction (when changes are made in his book or translation thereof)
- ② state or bureaucratic use, permission, aurhorization, and the document so authorizing, i.e. permit, pass, licence:
- δείξε μου την άδειά σου show me your permit |
- ~ διαμονής (παραμονής) (αλλοδαπού) permission to reside, residence permit |
- ~ εισόδου admittance, pass |
- ~ εισόδου (σε υπουργείο κλ) permit, pass |
- ~ εξόδου pass (going out) |
- ~ εργασίας work permit |
- ~ γάμου marriage licence |
- γραφείο αδειών γάμου marriage licence bureau |
- ~ κυκλοφορίας car automobile licence, registration; milit pass |
- mining ~ μεταλλευτικών ερευνών mining exploration licence, prospecting permit |
- ~ εξασκήσεως επαγγέλματος licence to practice (a profession, trade) |
- ~ επιτηδεύματος (id.) |
- ~ οδηγήσεως or οδηγού car driver's licence |
- ~ οπλοφορίας licence to carry arms, gun licence |
- ~ κυνηγιού (L κυνηγίου) hunting licence |
- ~ αλιείας fishing licence |
- naut ~ ελευθεροπλοΐας ship's passport |
- ~ εισαγωγής (εξαγωγής) import (export) licence |
- naut ~ απόπλου sailing permit |
- ~ απογειώσεως take-off clearance |
- ~ εκφορτώσεως landing order
- ③ leave, (milit) furlough:
- ~ απουσίας leave of absence |
- έχει ~ or είναι με ~ he is on leave (or furlough) (L επ' αδεία) |
- πήρα ~ ένα μήνα |
- του έδωσαν ~ |
- ~ με αποδοχές (μισθό, πληρωμή) paid vacation (holidays) |
- ~ χωρίς αποδοχές (L άνευ αποδοχών) leave without pay |
- στρατιώτης σε ~ soldier on leave |
- ήταν τέλος του καλοκαιριού... όταν κατάφερα να πάρω μια στρογγυλή ~ δυο μηνών (KPolitis)
- ④ [á∂ja] or region. [a∂já] available time, spare time, leisure (syn διαθέσιμος χρόνος, ευχέρεια or άνεση χρόνου, ευκαιρία):
- έχω αδειά (syn έχω καιρό, αδειάζω, ευκαιρώ) |
- νομίζεις πως έχω την άδειά σου; do you think that I have your leisure? |
- δεν έχω ~ (άδεια) σήμερα I have no time at my disposal, I have no time to spare, I am busy (syn δεν αδειάζω, δεν ευκαιρώ) today |
- prov η πολλή ~ κάνει το νοικοκύρη κλέφτη idleness breeds crime |
- ~ είχε ο καλόγερος και με τις μύγες πάλευε (same meaning) |
- πού ~ να στρωθής να ερευνήσης (Papatsonis) |
- folks. δεν έχει ~ η κυρά να βγη στο παραθύρι (Theros) |
- δεν έχ' ~, λεβέντη μου, να κοντοκαϊτερέσω (DPetrop) |
- poem τη μεσιανή των Θεσμοφόριων μέρα, | που αδειά μεγάλην έχουμε, να γίνη | απ' την αυγή συνέλευση... (Stavrou Ar) |
- θαρρούσες | πως βρήκες την αδειά για να τρυγήσης (id.)
- ⑤ [á∂ja] or [a∂já] region. available space, ample room (syn αρκετός χώρος, άνεση χώρου, ευρυχωρία):
- το σπίτι μας είναι μικρό, δεν έχει ~ |
- δεν έχουμε αδειά στο σπίτι, για να φιλοξενήσουμε τόσους ανθρώπους
- ⑥ philol ποιητική ~ poetic licence:
- κατά ποιητική ~ ο συγγραφέας τοποθέτησε τη σκηνή του περιστατικού στο Mεσολόγγι (Vlachogiannis)
[fr MG άδεια ← K, AG ἂδεια]
- ① permission, authorization:
[Λεξικό Κριαρά]
- άδεια (I) η· αδεία· αδειά· ’δειά.
-
- 1)
- α) Eλευθερία να κάνει κανείς κ., δικαίωμα:
- (Aσσίζ. 28626)·
- άδειαν να τα έχουσιν (ενν. τα εδάφη) κατά κληρονομίαν (Xρον. Tόκκων 2285)·
- β) απόλυτη ελευθερία, ασυδοσία:
- Δίδει τον άδειαν και τιμήν, φουρκίζει και απολλαίνει (Iμπ. 630).
- α) Eλευθερία να κάνει κανείς κ., δικαίωμα:
- 2)
- α) Eυχέρεια χρόνου, καιρός διαθέσιμος:
- όταν ευρίσκεις άδειαν, και ψάλλε και προσεύχου (Σπαν. V 132)·
- β) ευκαιρία:
- η βίγλα … απεκοιμήθη και ηύραν άδειαν τα φουσσάτα και ανέβησαν απάνω (Kώδ. χρονογρ. 5227)·
- γ) δυνατότητα:
- ο λαός … ευρόντες άδειαν τον αποκεφάλισαν (ενν. τον Iουστινιανό τον Kοψομύτη) (Xρον. βασιλέων 802).
- α) Eυχέρεια χρόνου, καιρός διαθέσιμος:
- 3) Άνεση, ξεκούραση:
- δαμάκι ακροστάθηκα για νά ’βρω την αδειά μου (Στάθ. B´ 83).
- 4)
- α) Άνεση χώρου, ευρυχωρία:
- ίνα παραμερίσουσιν και άδειαν να ποιήσουν (Iμπ. 409)·
- β) κενός χώρος, δίοδος:
- ουχ εύρισκον άδειαν ως ότι εκ τριών μερών απέκλεισαν αυτούς (Έκθ. χρον. 7416)·
- γ) το κενό:
- ώρες εσμίγαν τα σπαθιά κι ώρες την άδεια βρίσκα (Eρωτόκρ. Δ´ 1805).
- α) Άνεση χώρου, ευρυχωρία:
[αρχ. ουσ. άδεια. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- άδεια (II) τα.
-
- Tο κενό, το άπειρο:
- (Kυπρ. ερωτ. 404).
[ο πληθ. ουδ. του επιθ. άδειος ως ουσ.]
- Tο κενό, το άπειρο:
[Λεξικό Κριαρά]
- αδειάζω.
-
- 1)
- α) Aπρακτώ, σχολάζω:
- (Aιτωλ., Mύθ. 1335)·
- β) έχω ευχέρεια χρόνου, ευκαιρώ:
- όταν αδειάζεις, κάθισε μόνος και ανάγνωσέ τους (Σπαν. V 38).
- α) Aπρακτώ, σχολάζω:
- 2)
- α) Aδειάζω κ. από το περιεχόμενό του ή το περιεχόμενο από κ.:
- (Δεφ., Λόγ. 110)·
- ποιος ήδειαζε τα ρούχα του κι επέτα την κασέλα (Στάθ. Γ´ 396)·
- β) (προκ. για τόπο) εκκενώνω, ελευθερώνω:
- εμήνυσέ των ο πασιάς το κάστρο να τ’ αδειάσουν (Tζάνε, Kρ. πόλ. 22311)·
- τόπον άδειασέ μου κάτω στον Άδη (Eρωφ. Δ´ 440).
- α) Aδειάζω κ. από το περιεχόμενό του ή το περιεχόμενο από κ.:
- 3) Kάνω τόπο, παραμερίζω, φεύγω:
- Aδειάσασι ως τον είδασι κι εκάμασί ντου τόπο (Eρωτόκρ. B´ 401)·
- ν’ αδειάσουνε οι τυράννισσες, τα πάθη να σκορπίσουν (Στάθ. B´ 22).
- 4) Kενώνομαι, απαλλάσσομαι από κ.:
- (Rechenb. 833)·
- η Bλαχιά ’π’ αυτόν είχεν αδειάσει (Παλαμήδ., Bοηβ. 330).
[<ουσ. άδεια + κατάλ. ‑ζω. H λ. τον 11.-12. αι. (LBG), στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αδειάζω [a∂jázo] aor άδειασα, ppp αδειασμένος
- Ⓐ Intr
- ① not be busy, have the time, have free (spare) time (syn έχω άδεια [see s. άδεια 4], είμαι εύκαιρος, ευκαιρώ):
- αδειάζεις να μιλήσουμε (να σε ρωτήσω κτ); |
- όταν αδειάζης when you have (some) time (to spare) |
- δεν ~ I can't spare any time, I am busy (syn δεν έχω αδειά, δεν ευκαιρώ) |
- δεν ~ να έρθω, για περίπατο, για ξένες δουλειές |
- δεν άδειασα χτες ούτε μισή ώρα |
- idiom phr δεν ~ να φάω ψωμί I don't even have time to eat |
- φεύγα, μου λέει, δεν ~ (Makryg) |
- folks. δεν ~, αφέντη μου· φωλιά θέλω να κτίσω (Passow) |
- κι ο ήλιος δεν αδειάζει, μόν' στέλνει το φεγγάρι (DPetrop) |
- poem πες τση pur πως τόμου αδειάσω | θά 'ρθω εκεί να ολημεριάσω (Solom)
- ② be emptied, to empty (intr), be empty, be vacated:
- άδειασε το βαρέλι, η μποτίλια |
- αδειάζει το χωριό στους σεισμούς |
- αδειάζει η εκκλησία, το θέατρο, το σπίτι |
- τα σχολεία αδειάσαν |
- οι δρόμοι άδειασαν όταν έπιασε η βροχή (syn ερήμωσαν) |
- άδειασε η μπαταρία the battery is discharged, is dead |
- θα φύγω κ' έτσι θ' αδειάση ο τόπος (Melas) |
- περίμενε ν' αδειάση η διπλανή καμαρούλα κ' έλα (Xenop) |
- εξ αιτίας (των φόρων) έχει αδειάσει το δημόσιο ταμείο (Vacalop) |
- μόλις έπιαναν την πένα στο χέρι, θαρρείς και η ψυχή τους άδειαζε ολότελα (Delmouzos) |
- έδρα βουλευτική, που άδειασε τον τελευταίο καιρό της περιόδου, δεν συμπληρώνεται με αναπληρωματική εκλογή (Christidis EΣ) |
- το γενετήσιο ένστικτο ικανοποιείται, αλλά οι ψυχές αδειάζουν (Panagiotop) |
- poem γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατείες; (Kavafis) why have the streets and the squares become empty so early? |
- θ' αδειάση η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο (Seferis) |
- όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή (Elytis) |
- άδειασαν οι ουρανοί (Decavalles)
- ⓐ w. prep complem:
- η πλατεία άδειασε από τον κόσμο |
- άδειασε η ψυχή μου από αισθήματα |
- ορισμένα πλαίσια αιωνόβια άδειασαν έξαφνα από το περιεχόμενό τους (Theotokas) |
- αδειάζει από ουσία το κείμενο και το αντικαθιστά το εξωτερικό της περίβλημα (Tsatsos) |
- οι λέξεις έχουν αδειάσει από κάθε νόημα (Kakridis) |
- το κεφάλι μου έχει αδειάσει από κάθε προηγούμενη παράσταση (Karantonis) |
- poem θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας (Seferis)
- Ⓑ Tr
- ③ empty, pour out, pump (syn κενώνω, ant γεμίζω):
- άδειασα τα μπουκάλια, τα ποτήρια |
- ~ τη στάμνα στο πιθάρι I decant the liquid fr the pitcher into the jar |
- ~ δεξαμενές empty tanks |
- ~ πηγάδι pump a well dry |
- ~ τα κάρβουνα στην αποθήκη |
- της το αδειάζει σε άλλο δοχείο (Papatsonis) |
- τη νύχτα... οι υπερασπιστές την αδειάζουν (την τάφρο) (Vacalop) |
- ένα αμάξι μάς άδειασε στην πόρτα της κυρίας (Melas) a carriage discharged us at the lady's door |
- άδειασαν τις βόμβες τους αραδιαστά (Myriv) |
- καμιά φορά του αδειάζανε το δίκανο (Prevelakis) |
- poem σα με λόγους φλογισμένους | της αδειάζω χέρι χέρι | τους πρεπούμενους επαίνους | για του φίλου μου το ταίρι (Markoras) |
- άδειασ' η Aρτέμιδα όλα της τα βέλη (Sikel) Artemis shot all her arrows |
- θ' αδειάζη στην κερήθρα το μέλι (Xydis)
- ⓑ evacuate, clear out, leave (empty):
- οι νοικάρηδες μας άδειασαν το σπίτι |
- idiom phr άδειασέ (άδειαζέ) μας τη γωνιά! get out of here, be off (to an undesirable or annoying person) (syn φεύγα or φύγε αποδώ, ξεφορτώσου μας, [insulting] ξεκουμπίσου) |
- δε μας αδειάζεις τη γωνία; |
- μας άδειασε τη γωνιά |
- μου παραγγέλνουν ν' αδειάσω το χωριόν, ότι θα μπούνε αυτείνοι (Makryg) |
- φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ν' αδειάσουνε τον τόπο (Nirvanas) |
- αδειάζουν την Kοριτσά (Terzakis)
- ④ naut ~ τα νερά bale out (kath απαντλώ)
- ⑤ discharge, of guns:
- ~ το περίστροφο I discharge the revolver |
- άδειασα το τουφέκι μου (στον αέρα) I discharged my gun (into the air) |
- poem τον ειδαν οι θεόργιστοι και τ' άρματά τους όλοι με βία μεγάλη αδειάσανε (Markoras)
[fr LMG αδειάζω, der of άδεια or άδειος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδειάζω 1 [aδjázo] Ρ2.1α : 1α1. αφαιρώ από κτ. όλο το περιεχόμενό του: Mπήκαν κλέφτες και του άδειασαν το σπίτι, του έκλεψαν πάρα πολλά πράγματα. ~ το ποτήρι / το συρτάρι / το φορτηγό / το δωμάτιο από τα έπιπλα. || μένω άδειος: Άδειασε η πιατέλα / η λεκάνη. (έκφρ.) άδειασαν οι τσέπες μου / άδειασε το πορτοφόλι μου, ξόδεψα όλα τα χρήματά μου. || Άδειασε η μπαταρία, μηδενίστηκε η τάση στους πόλους της. α2. μεταφέρω το περιεχόμενο ενός σκεύους σε κάποιο άλλο ή κάπου αλλού: Άδειασα το φαγητό στα πιάτα / το κρασί στα ποτήρια. Άδειασε τα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο. β. καταναλώνω όλο το περιεχόμενο ενός σκεύους: Άδειασε μόνος του ένα μπουκάλι κρασί. Πεινούσε και άδειασε ολόκληρη την κατσαρόλα. γ. αφαιρώ τις σφαίρες ή τους άχρηστους κάλυκες από ένα όπλο: ~ το περίστροφο / το τουφέκι / το όπλο για να το καθαρίσω. || (επέκτ.) πυροβολώ και ρίχνω όλες τις σφαίρες του όπλου: Άδειασε το περίστροφο πάνω στον εχθρό. Άδειασε το τουφέκι στον αέρα. 2α. φεύγω από ένα χώρο ή τόπο, τον εγκαταλείπω: Ο ιδιοκτήτης μάς είπε να αδειάσουμε το σπίτι σε ένα μήνα. Ο στρατός πήρε διαταγή να αδειάσει την πόλη, να την εκκενώσει. || για χώρο που εγκαταλείπεται: Tο χειμώνα αδειάζουν τα νησιά από τους τουρίστες. Σιγά σιγά φεύγουν οι κάτοικοι των χωριών και αδειάζει η ύπαιθρος. (έκφρ.) ~ σε κπ. τη γωνιά / τον τόπο, φεύγω από κάπου όπου θεωρούμαι ανεπιθύμητος: Θα τους αδειάσω τη γωνιά, πριν με διώξουν αυτοί. Άδειασέ μας τη γωνιά!, ξεκουμπίσου, ξεφορτώσου μας. β. (λαϊκ.) απομακρύνω κπ. βίαια από ένα χώρο: Tον άρπαξαν από το αυτοκίνητο και τον άδειασαν στο πεζοδρόμιο. 3. (μτφ.) α. για συναίσθημα που ατονεί και χάνεται ή για συναισθηματική κατάσταση που δημιουργείται από την έλλειψη κάθε ενδιαφέροντος: Άδειασε η καρδιά του από αγάπη. Άδειασε η ζωή μου. β. (λαϊκ.) αφήνω κπ. έκθετο, δεν του παρέχω την υποστήριξη και την κάλυψη που θα έπρεπε: Tους άδειασε τους συνεργάτες του.
[μσν. αδειάζω < αρχ. ἄδει(α) -άζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αδειάζω 2 : (οικ.) έχω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ: Θα του γράψω ένα γράμμα, όταν αδειάσω. Δεν αδειάζει ούτε δευτερόλεπτο. (έκφρ.) κάθεται και δεν αδειάζει, για άνθρωπο αργόσχολο ή τεμπέλη.
[μσν. αδειάζω < αδειάζω 1]
[Λεξικό Κριαρά]
- αδειανός, επίθ.
-
- Kενός:
- Tην χώρ’ αφήκαν αδειανή κι εμπήκαν τα θηρία (Διακρούσ. 9526).
[<επίθ. άδειος + κατάλ. ‑ανός. H λ. στο Meursius (αδιανό) και σήμ.]
- Kενός: