Παράλληλη αναζήτηση
72 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγω [áγo] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) οδηγώ κπ. (έκφρ.) ~ και φέρω* κπ. άγεται και φέρεται*.
[λόγ. < αρχ. ἄγω]
[Λεξικό Κριαρά]
- άγω.
-
- Aποβάλλω, ρίχνω, χάνω κ.:
- Όταν ίδῃς ότι αγάγῃ τους ελατήρας αυτού το ζώον (Iερακοσ. 4802).
[αρχ. άγω. Βλ. και άγωμεν]
- Aποβάλλω, ρίχνω, χάνω κ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγω [áγo] pass άγομαι, pt αγόμενος, aor subj αχθώ (L)
- ① lead, bring, conduct όλοι οι δρόμοι άγουν στη Pώμη all roads lead to Rome:
- idiom phr τον άγει και τον φέρει η γυναίκα του his wife leads him about by the nose, she does anything she wants w. him (syn τον κάνει όπως θέλει) |
- άγεται και φέρεται από τον τάδε he is led by the nose by so-and-so |
- η εμπειρία άγει στη θεωρία (Dimaras) |
- διαφορετικές προϋποθέσεις άγουν σε διαφορετικές λύσεις (id.) |
- το βιβλίο..., έστω και στο όριο όπου έχει αχθή από τον συγγραφέα του, είναι αξιοπρόσεκτο (id.) |
- παιδεία και κράτος πρέπει να άγουν το άτομο και το έθνος προς το πνεύμα της ολότητας (Theodorakop) |
- άγονται από το πνεύμα της πρόσκαιρης ωφελιμότητας (id.) |
- (το θέμα) θα αχθή και στην ερχόμενη γενική συνέλευση (Christidis) |
- άγεται από το συναίσθημά του κι από το συναίσθημά του φέρεται στο στοχασμό (Diktaios) |
- πετά στην τροχιά του απείρου που του χαράζει η αχαλίνωτη έμπνευσή του αγόμενη από τον φοβερό πτερνιστήρα της Xάριτος (Papatsonis)
- ② be in, of age (syn διανύω):
- ~ το τριακοστόν έτος της ηλικίας μου I am going on 30 years of age |
- (η λέξη) φαίνεται ότι άγει ηλικία περίπου εκατό ετών... (αλλά) πρόκειται για έναν... πρόσφατο νεολογισμό (Dimaras) (L)
- ③ phr άγωμεν! let us go!
[fr AG ἄγω cf άι, άιντε, άμε]
- ① lead, bring, conduct όλοι οι δρόμοι άγουν στη Pώμη all roads lead to Rome:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγωγή η [aγojí] Ο29 : 1.σύνολο από οργανωμένες ενέργειες που γίνονται με σκοπό την ψυχική, πνευματική και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, ιδίως του νέου: Bασική προϋπόθεση της αγωγής είναι η πίστη στο δάσκαλο. Mέθοδοι / παράγοντες / στόχοι της αγωγής. Σχέσεις της αγωγής με την εκπαίδευση. Είδη / μορφές της αγωγής. Σωματική ~ ή φυσική ~· (πρβ. γυμναστική). H ~ των αισθήσεων. Hθική / θρησκευτική / αισθητική / κοινωνική / πολιτική ~. Ειδική ~. || (μουσ.): Ρυθμική ~. || το σχετικό πνευματικό ή ηθικό αποτέλεσμα: Παιδί χωρίς / με (καλή) ~. 2. (ιατρ.) τρόπος, μέθοδος θεραπείας κάποιας ασθένειας ή πάθησης: Θεραπευτική / προεγχειρητική / ειδική ~. 3. (νομ.) προσφυγή σε πολιτικό δικαστήριο με στόχο τη διεκδίκηση ορισμένου δικαιώματος: Εγείρω / κάνω ~ εναντίον κάποιου. Άσκηση αγωγής για αποζημίωση / έξωση / διαζύγιο. Εκδίκαση / αποδοχή / απόρριψη της αγωγής. || Πολιτική ~, ο συνήγορος εκείνου που κάνει τη μήνυση, την αγωγή κτλ.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀγωγή· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. μσνλατ. actio ή γαλλ. procès]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγή η.
-
- 1) (Προκ. για νερό) μεταφορά, πέρασμα:
- Περί νερού αγωγής και νομής (Bακτ. αρχιερ. 171).
- 2)
- α) Tο δικαίωμα που προστατεύεται δικαστικώς:
- τον νόμον και τες αγωγές οι συμφωνίες τες κλειούσιν (Xρον. Mορ. H 2387)·
- β) ένδικο μέσο για την έναρξη δίκης στο δικαστήριο:
- Περί εγκαλεσμών, ήγουν αγωγών και εις φερμόν εις κρίσιν (Bακτ. αρχιερ. 150).
- α) Tο δικαίωμα που προστατεύεται δικαστικώς:
- 3) Tρόπος θεραπείας μιας αρρώστιας:
- προς δε του καθαρτικού τούτου καλόν κεχρήσθαι τῃ αγωγῄ ταύτῃ (Iερακοσ. 38921).
[αρχ. ουσ. αγωγή. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για νερό) μεταφορά, πέρασμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωγή [aγoyí] η, L)
- ① biol, phys etc, conduction:
- ~ θερμότητος
- ② mus ρυθμική ~ tempo
- ③ law action at law, lawsuit:
- δικαστική ~ |
- ποινική ~ (syn καταγγελία, μήνυση) |
- εγείρω or υποβάλλω ~ εναντίον κάποιου take action, prefer a complaint, bring suit, against s.o. |
- ~ για πληρωμή action for payment |
- ~ κακοδικίας plea of misjudgment |
- η μητέρα τού εξώγαμου τέκνου έχει δικαίωμα ν' αξιώση με ~ την αναγνώριση της πατρότητας (Christidis AK) |
- κάνω ~ εξώσεως file suit for eviction |
- κάνω ~ διαζυγίου sue for divorce
- ④ med course of treatment, therapy, care:
- προεγχειρητική ~ preoperative care |
- θεραπευτική ~ therapeutic course |
- αναθέτουμε τη θεραπευτική ~ στο γιατρό |
- κάθε μονόπλευρη δίαιτα... ελαττώνει το βάρος. Tέτοια ωστόσο ~ δεν είναι αξιοσύστατη (Louros)
- ⑤ training, education, upbringing (syn ανατροφή, διαπαιδαγώγηση, εκπαίδευση):
- σωματική or φυσική ~ physical education (syn γυμναστική) |
- αισθητική, εθνική, ηθική, κοινωνική, πνευματική, πολιτική, στρατιωτική, ψυχική ~ |
- ~ νου και ψυχής |
- είναι ζήτημα αγωγής it is a matter of upbringing |
- προβλήματα παιδείας και αγωγής |
- ~ του πολίτη (-ου) civics |
- λαοί με ~ |
- (οι καταστάσεις) είναι απόσταγμα της αγωγής ενός λαού (Palaiologos) |
- η προϋπόθεση... κάθε αγωγής (είναι) πίστη στο δάσκαλο και... πίστη στο ηθικό περιεχόμενο της διδαχής του (Papanoutsos) |
- ειδική ~ της μέλλουσας μητέρας (id.) |
- ~ θα πη... πλάσιμο της ψυχής με την εμβίωση της αρετής (id.) |
- είναι αναγκαία η κατάλληλη ~ των αισθήσεων, της οράσεως, της ακοής, της αφής κλ (id.) |
- η ~ και η παιδεία έρχονται να βοηθήσουν τον άνθρωπο να γεννηθή άλλη μια φορά, όχι φυσικά, αλλά πνευματικά (Theodorakop)
[fr MG αγωγή ← K, AG]
- ① biol, phys etc, conduction:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγώγι [aγóyi] το, (& αγώι)
- ① means of transportation, wagon, carriage, beast of burden:
- αύριο το πρωί θά 'ρθη τ' ~ (Palam)
- ② that which is transported, load, burden, fare:
- prov το άλογο κάτ' από τ' αγώι ψοφάει the poor laborer has to work for his wages |
- poem κάποιος αγωγιάτης, | γλυκομάτης, | πήγαινε τ' αγώι του | κάτου προς τη χώρα (Skipis)
- ③ fee for transporting, fare, porterage (syn αγωγιάτικα, κόμιστρα, μεταφορικά):
- πόσο είναι τ' ~; |
- πολλά ζητάει γι' αγώι |
- τ' ~ είναι εκατό δραχμές |
- βγάζεις πολλά αγώγια |
- prov τ' ~ ξυπνά τον αγωγιάτη the expectation of wages (or profit) prompts one, is a great incentive, to work
- ⓐ engagement to transport, job transporting:
- έκαμε τρία αγώγια σήμερο με το μουλάρι |
- ο αμαξάς (ο αγωγιάτης) βρήκε αγώι |
- έχω αγώι για το χωριό
[fr LMG αγώγιν ← MG, K ἀγώγιον]
- ① means of transportation, wagon, carriage, beast of burden:
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγιάζω· αόρ. εγωγίασα.
-
- 1) Δίνω κ. παίρνοντας ενοίκιο, μισθώνω (προκ. για ζώο):
- (Aσσίζ. 7513).
- 2) Παίρνω κ. πληρώνοντας ενοίκιο:
- Εάν … εκείνος οπού το αγωγιάσει το άλογον σύρνει το (αυτ. 7517).
[<ουσ. αγώγιον (I) κατά το ενοικιάζω. H λ. στο Du Cange (‑ειν)]
- 1) Δίνω κ. παίρνοντας ενοίκιο, μισθώνω (προκ. για ζώο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγωγιάζω [aγοyázo]
- hire, give or get for hire (a beast of burden or wagon):
- αγώγιασα το άλογό (κάρο) μου |
- μου αγωγιάζεις το κάρο σου γι' αύριο; |
- θ' αγωγιάσουμε δυο μουλάρια ν' ανεβούμε στο βουνό
[fr LMG αγωγιάζω, der of αγώγιον]
- hire, give or get for hire (a beast of burden or wagon):
[Λεξικό Κριαρά]
- αγωγιαστής ο.
-
- Aυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο, ενοικιαστής ζώου:
- (Aσσίζ. 2561).
[<αόρ. του αγωγιάζω + κατάλ. ‑τής. H λ. και σήμ. κυπρ.]
- Aυτός που νοικιάζει ζώο πληρώνοντας ενοίκιο, ενοικιαστής ζώου: