Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγχος το [áŋxos] Ο46α : α.συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται κυρίως από έντονη συνεχή δυσφορία και οφείλεται σε φόβο ή ανησυχία για κτ.: Hθικό / κοινωνικό / μεταφυσικό ~. Tο ~ της καθημερινής βιοπάλης. Zουν με το ~ μιας εχθρικής εισβολής / ενός μεγάλου σεισμού. Kαταπολέμηση του άγχους. Aπαλλαγή από το ~. Tο ~ της εποχής μας, που χαρακτηρίζει τη βιομηχανική κοινωνία. β. (ψυχ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία και υπερένταση και οφείλεται σε ψυχοπαθολογικά αίτια: Πάσχει κάποιος από ~.
[λόγ. < αρχ. ἄγχ(ω), -ομαι `στραγγαλίζω΄ -ος αναλ. προς τα αρχ. ψεύδω, -ομαι - ψεῦ δος, πνίγω, -ομαι - πνῖγος `πνίξιμο απ΄ τη ζέστη΄, μτφρδ. γαλλ. angoisse]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγχος [áŋxos] το, pl άγχη (L)
- ① med anxiety, mental anguish (syn αγκούσα, αγωνία)
- ⓐ angor:
- προκάρδιο ~ precordial angor
- ② anguish, anxiety (syn αγωνία):
- έχω ~ στην ψυχή |
- το ~ της αναμονής |
- το καθημερινό ~ της βιοπάλης |
- ομαδικό or πάνδημο ~ |
- μεταφυσικό ~ |
- εκλογικό ~ election anxiety |
- σε ~ κυλά το παρόν |
- πνιγόμαστε από το ~ της εποχής μας και από τα προβλήματά μας |
- εζούσαν με το ~ μιας εισβολής |
- η ανώμαλη... κατάσταση και η φτώχεια είχαν δημιουργήσει ένα πραγματικό ~ για τους κατοίκους (Vacalop) |
- καταλαμβάνομαι από το ~ του απείρου (Papatsonis) |
- (οι συνέπειες του κενού) γέμισαν την κοινωνική μας ζωή |
- όχι μόνο ο ανηθικισμός και ο κυνισμός..., αλλά και το ~ του ανθρώπου εμπρός στο φάσμα του θανάτου (Theotokas) |
- (ο προορισμός του πνεύματος) γυρεύει να βοηθήση... την ανθρωπότητα να λυτρωθή από τα άγχη της (id.) |
- το ~ δεν είναι στοιχείο του στωικισμού, είναι η άρνησή του (Panagiotop) |
- το ~... είναι η λεκτική απόδοση της αγωνίας που συνέχει τον "σύμπαντα κόσμον" (id.) |
- το πρόβλημα του ηθικού άγχους, της αγωνίας που συνέχει τον άνθρωπο, τον προικισμένο με ευαίσθητη ηθική συνείδηση (Papanoutsos) |
- ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλο (και δικαιολογημένο) το ~ του ανθρώπου για μια προσδοκώμενη καταστροφή, όσο σήμερα (id.) |
- μόνον έτσι (sc με την ένωση του κόσμου) ο άνθρωπος θ' απαλλαγή από τα άγχη της ανασφάλειας και της πείνας (Chatzinis) |
- (η γενιά του 20) ήταν η πρώτη που απελευθερώθηκε οριστικά από το ~ της διγλωσσίας μέσα στα όρια της λογοτεχνίας (id.) |
- poem πείνα και ~ θανάτου. | ~ θανάτου και πείνα (GChondrogiannis)
[med neol άγχος (fr K ἄγχω) coined after nouns like άχος 'pain, distress', άλγος, πάθος]