Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγχομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγχομαι [áŋxome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : βρίσκομαι σε κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη δυσφορία, ανησυχία· αγχώνομαι.

[λόγ. άγχ(ος) -ομαι κατά το πνίγομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες