Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άγρυπνος, επίθ.· αγρυπνός.
-
- Έμπειρος, ικανός:
- ο Mεχεμέτης ήτον αγρυπνός και ανδρειωμένος εις τους πολέμους (Xρον. σουλτ. 535).
[αρχ. επίθ. άγρυπνος. O τ. κατά το επίθ. ’ξυπνός. H λ. και σήμ.]
- Έμπειρος, ικανός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγρυπνος -η -ο [áγripnos] Ε5 : 1.(ιδ. για πρόσ.) που δεν κοιμάται ή δεν κοιμήθηκε κατά τη νύχτα· (πρβ. άυπνος): Έμεινα ~ όλη τη νύχτα περιμένοντάς σε. Στριφογυρίζει ~ στο κρεβάτι του. 2. (μτφ.) α. που βρίσκεται σε κατάσταση εγρήγορσης ή επαγρύπνησης: Tο άγρυπνο βλέμμα της αστυνομίας. Ο ~ φρουρός των συνόρων / φύλακας της νομιμότητας. β. που είναι συνεχής και έντονος: ~ έλεγχος. Άγρυπνη παρουσία / προσοχή / σκέψη.
άγρυπνα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2: Παρακολουθώ / ελέγχω / φρουρώ ~ κτ. [αρχ. ἄγρυπνος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγρυπνος, -η, -ο [áγripnos]
- ① unsleeping, not having slept, unable to sleep, sleepless, awake (syn άυπνος, near-syn ξυπνητός, ξύπνιος):
- έμεινε ~ όλη νύχτα, ως το πρωί, δυο μέρες |
- τελείως ~ wide-awake |
- gnom, region. (Cyclades) χαρά στο νιο τον άγρυπνο, το γέρο τον κοιμήση |
- άγρυπνοι νύχτα και ημέρα (Makryg) |
- η λύπη... την κρατούσε... άγρυπνη (Xenop) |
- οι γέροι στριφογυρίζουν άγρυπνοι στα στρωσίδια τους (MLazaridis) |
- δος του άγρυπνη η μισή συνοικία (GSporidis) |
- poem αυτός ~ στενάζει (Solom) |
- ύπνε, πιλότε που ~ ωραία μάς ταξιδεύεις (Malakasis) |
- το νυχτοπούλι τ' άγρυπνο γλυκά τούς νανουρίζει (Krystallis) |
- απόξω έν' άγρυπνο φεγγάρι | με κόπο χάνεται στα χάη (Lapathiotis)
- ⓐ synecd wakeful:
- παρακολουθεί με άγρυπνο μάτι την κατάσταση |
- folkt τα έβλεπε μ' άγρυπνο μάτι (Megas) |
- η ματιά τους έπαιξε άγρυπνη (Vlachogiannis) |
- πρέπει να έχη άγρυπνα τα μάτια (Papanoutsos) |
- poem πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου (Solom) |
- και καθώς το ειδε η γιαγιά με τ' άγρυπνό της μάτι (Palam) |
- σβέλτη σκιά με τ' άγρυπνα ματόφυλλα γερμένα (LAlexiou) |
- η νύχτα έστεκε ολούθε άγρυπνη (Plaskovitis) |
- poem κι όλος το ρόδο τού άγρυπνου να οσφραίνωμαι έρωτά σου (Panagiotop)
- ⓑ in existence, alive:
- η αδολεσχία... κρατεί άγρυπνα τα προσωπικά πάθη (Papantoniou) |
- η ομοιότητα... του ρυθμού... κρατούσε πάντα άγρυπνες τις υποψίες, τους δισταγμούς... των ορθοδόξων κατά του νεοπλατωνισμού (Tatakis)
- ② watchful, vigilant, alert, diligent (syn ακοίμητος [fig], ανοιχτομάτης, πολύ προσεκτικός):
- ο στόλος είναι ~ the fleet is vigilant |
- φρουρεί ~ |
- παρακολουθεί ~ την κατάσταση |
- ~ φρουρός, φύλακας vigilant guard |
- ~ στρατιώτης του Xριστού |
- άγρυπνη παρουσία |
- αδιάκοπος και ~ μόχθος |
- άγρυπνο πνεύμα alert mind |
- άγρυπνη ψυχή |
- ~ νους |
- άγρυπνη φροντίδα (μέριμνα) alert care |
- ~ στοχασμός alert thought |
- ~ έλεγχος vigilant control |
- ~ και φιλέρευνος |
- ~ τιμωρός vigilant punisher |
- παρακολουθούσε τη θεραπεία του με άγρυπνη έγνοια (Myriv) |
- ~ υπέρμαχος και αγωνιστής (Tatakis) |
- η άγρυπνη προσπάθεια της ηγεσίας (Christidis) |
- όπου πνεύμα κι άγρυπνη τάση προς την αλήθεια, εκεί και άνθρωπος πραγματικός (id.) |
- πρέπει να κρατούμε... άγρυπνη την προσοχή των νέων ανθρώπων (Panagiotop) |
- poem εφάνηκέ μου ως αστραψιά | την άγρυπνη πως έβλεπα| δίπλα από με ψυχή μου (Sikel) |
- φανέρωνε στα μάτια της ψυχής μου | της άγρυπνής μου τέχνης τ' ονειρόπλασμα (Melachrinos) |
- άγρυπνη ακούει η πλάση | χωρίς ανασασμό (Rotas)
[fr K, AG ἄγρυπνος]
- ① unsleeping, not having slept, unable to sleep, sleepless, awake (syn άυπνος, near-syn ξυπνητός, ξύπνιος):