Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγρυπνα [áγripna] adv
- w. vigilance, vigilantly, w. alertness, watchfully, diligently:
- παρακολουθώ κάτι ~ I follow sth w. vigilance |
- να φυλάς το σπίτι ~ |
- το παραφυλάγω ~ μη μου ξεφύγη (Myriv) |
- (ημεδαποί) όχι μόνον θα τον φρουρούν, για να τον προστατεύουν, αλλά και θα ελέγχουν ~ τη "νομιμότητά" του (Papanoutsos) |
- διηθούμενο στις ψυχές με μια παιδεία ~ φρουρημένη... το δόγμα εξουσίαζε τα πνεύματα (id.) |
- (δύο κινδύνους) πρέπει να 'χη πάντα στο νου της η... σχολή... και να τους μελετάη ~, ώστε να κατορθώση να τους αποφύγη (Theodorakop) |
- η ελευθερία του ανθρώπου να τελέση ακέραια το ηθικό λειτούργημά της, ~ κυριαρχική (Despotop) |
- (με τους νόμους αυτούς) ο νους συλλαμβάνει την αλήθεια και ~ ελέγχει την πορεία του, τον εαυτό του (Tatakis) |
- poem τη φύση αγνάντευε ~ να ιδής το νόημά της (Melachrinos) |
- ξέρω πως κάπου υπάρχει μια καρδιά | που με προσμένει· | τη φλόγα της αυτή | πάντα ~ κρατεί | για μένα (Simiriotis)
[der of άγρυπνος; cf K ἀγρύπνως 'sleeplessly']
- w. vigilance, vigilantly, w. alertness, watchfully, diligently: