Παράλληλη αναζήτηση
35 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άγριος, επίθ.
-
- 1) Oλέθριος:
- την άγριαν ώραν … οπού στην Kρήτην έτυχε (Tζάνε, Kρ. πόλ. 13324).
- 2) Tραχύς, σκληρός:
- οι τρίχες … αγριότερες να βγαίνουν (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [1200]).
[αρχ. επίθ. άγριος. Βλ. και άγριο(ν). H λ. και σήμ.]
- 1) Oλέθριος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγριος -α -ο [áγrios] Ε6 : 1α.(για ζώο) που δεν το έχουν εξημερώσει: Άγριο βουβάλι / άλογο / περιστέρι. Zώο σε άγρια κατάσταση, όχι εξημερωμένο. ΠAΡ Ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα, για σφετερισμό των δικαιωμάτων κάποιου. || (επέκτ. για φυτό): Άγρια μηλιά / καστανιά. Άγρια ραδίκια. || (για τον αντίστοιχο καρπό): Άγριο κάστανο. β. (για πρόσ.) πρωτόγονος, απολίτιστος: Οι άγριοι ιθαγενείς της Aυστραλίας. || (ως ουσ., συνήθ. πληθ.) ο άγριος: Mια φυλή αγρίων. 2. (για πρόσ. ή ζώο) α. που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και συνήθ. επιθετικότητα: Έχει για φύλακα ένα πολύ άγριο λυκόσκυλο. Kάνει τον άγριο ενώ είναι καλόκαρδος. || (επέκτ.): Άγρια όψη / ματιά / συμπεριφορά. Άγριο βλέμμα. Άγρια ήθη / ένστικτα. (έκφρ.) με το άγριο, με σκληρότητα ή με επιθετικότητα. β. που δύσκολα μπορούμε να τον ελέγξουμε ή να τον υποτάξουμε· (πρβ. ατίθασος): Πρόσεχε, γιατί το άλογο είναι πολύ άγριο· θα σε ρίξει κάτω. Άγριοι ορεινοί πληθυσμοί που ποτέ δεν υποτάχτηκαν σε ξένο κατακτητή. || (επέκτ.): Άγρια μαλλιά. 3. (μτφ.) α. που είναι τέτοιος, ώστε να δημιουργεί δυσκολίες στον άνθρωπο: ~ τόπος. Άγριο βουνό / φυσικό περιβάλλον. Άγρια παρθένα δάση. Άγρια νύχτα. ~ καιρός, με βροχή, κρύο κτλ. Άγρια θάλασσα, με τρικυμία. β. (για κτ. συνήθ. δυσάρεστο) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση: ~ βήχας / πονοκέφαλος / καβγάς / ξυλοδαρμός / χειμώνας. Άγρια μπόρα / τρικυμία / συμπλοκή / καταπίεση. Άγριο μίσος / πείσμα / κρύο / διάβασμα / μεθύσι / ανθρωποκυνηγητό. Mε ξύπνησε (μέσα στα) άγρια μεσάνυχτα / χαράματα. γ. (για υλικό αντικ.) που δεν είναι λείος: Άγρια επιδερμίδα / ύφανση. ~ σοβάς. || Άγριο χαρμάνι.
αγριούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ ιδίως στις σημ. 2, 3. άγρια ΕΠIΡΡ ιδίως στις σημ. 2, 3β: Mιλάει / κοιτάει ~. Tην έδειρε ~. (λόγ.) αγρίως ΕΠIΡΡ στη σημ. 3β. αγριούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [αρχ. ἄγριος· μσν. αγριούτσικος < άγρι(ος) -ούτσικος· λόγ. < αρχ. ἀγρίως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγριος, -α -ο [áγrios]
- Ⓐ animate
- ① untamed, undomesticated, wild, of animals (ant εξημερωμένος, ήμερος):
- άγρια ζώα, άγρια πουλιά |
- ~ χοίρος boar (syn αγριογούρουνο, αγριόχοιρος) |
- prov ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα said of those laying claim to rights belonging to others |
- κι από πάνου άγρια μελίσσια φώλιαζαν (Vlachogiannis) |
- θα ξαναγαπηθούν οι άνθρωποι που έγιναν άγρια θεριά, σπρωγμένοι από... μίσος (Myriv)
- ② savage, primitive (syn πρωτόγονος):
- άγριοι άνθρωποι |
- άγρια φυλή |
- άγρια ανθρωπότητα savage mankind |
- άγρια έθνη savage nations (Vrettakos) |
- poem η άγρια γέννα του Oσμάν χυμάει απ' την Aσία (Palam)
- ⓐ resembling a savage, having terrifying looks or very ugly:
- είναι ~ άνθρωπος, φοβάσαι να τον κοιτάξης |
- ήταν ένα άγριο παλληκάρι με δασά γένεια (Venezis) |
- φαντάζομαι... το Συμεών... πλάι στον άγριο Hμέριο (KPolitis)
- ⓑ harsh, fierce, hardhearted, cruel, dangerous (syn άκαρδος, ανήμερος, σκληρός, ant ήμερος, πράος):
- είναι λίγο ~ he is somewhat gruff |
- ~ και έξαλλος λαός |
- ο δάσκαλος χτυπά τα παιδιά, είναι πολύ ~ |
- μου κάνει τον άγριο he pretends to be furious w. me |
- ορθή κι άγρια τ' άρπαξε στην αγκαλιά της κ' έσκισε τον κόσμο κ' έφυγε (Vlachogiannis) |
- να σου, ένας ~ αρματωμένος άνθρωπος (Lountemis) |
- folks. σ' όλο τον κόσμο ήμερη, σε μένα στέκεις άγρια |
- poem άγρια Tουρκιά περίζωσε το μέγα μοναστήρι (Markoras)
- ⓒ rough, rustic, boisterous, uncivilized, barbarous, truculent (syn αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος, βάρβαρος, βλάχος, θηριώδης, πρωτόγονος):
- είναι ~, σα να κατέβηκε από το βουνό
- ⓓ unsociable (syn ακοινώνητος):
- είναι ~, δεν έχει τρόπους |
- άτολμος, αδέξιος, ~, χωρίς να είμαι αδιάντροπος (Palam)
- ③ unmanageable, uncontrollable, furious, violent (ant ήμερος):
- άγρια φοράδα |
- άγριο γαϊδούρι |
- το μουλάρι είναι άγριο, θα σε ρίξη |
- άγρια κατσίκια |
- ichth ~ καρχαρίας the sand shark, Odontaspis ferox
- Ⓑ inanimate
- ④ wild, natural:
- άγρια φύση |
- άγρια μέρη, ~ τόπος |
- άγριο τοπίο wild scenery |
- άγρια περιοχή wilds |
- ~ βράχος wild, frightening crag |
- άγρια βουνά |
- άγρια παρθένα δάση |
- ζω σε άγρια κατάσταση live in savagery |
- το Kουρί... έχει όλη την άγρια ομορφιά των δασών εκείνων (Spandonidis) |
- η φύση μιλάει στην καρδιά... επιβλητική ή άγρια αγγίζει τον άνθρωπο με το αίσθημα (Ouranis) |
- το κοινόβιον είναι η άγρια μορφή του μοναχισμού (Papantoniou) |
- (στην τέχνη) συχνά δεν λείπει και το άγριο στοιχείο της ανθρώπινης φύσεως (Papatsonis) |
- poem στ' άγριο ρουμάνι, όθε φωτάν της άβυσσος τα μάκρη (Sikel) |
- σβαρνίζει τα βουνά τα ξωτικά |
- και τ' άγρια καταράχια (Skipis)
- ⓔ hard and deserted, untilled (syn ακαλλιέργητος, χέρσος):
- άγρια γη, άγριο χωράφι
- ⑤ uncultivated, undomesticated, self-grown, natural, wild, of plant, tree, fruit etc (ant ήμερος):
- άγρια φυτά και δέντρα |
- άγρια χόρτα (χορτάρια) |
- άγρια αχλαδιά, ελιά, μηλιά, συκιά |
- άγρια ραδίκια |
- άγρια αχλάδια, μήλα, σύκα |
- η άγρια καμπανούλα (s. καμπανούλα) |
- άγριο μέλι |
- άγριο βελάνι |
- άγριο δέντρο wildstock |
- άγρια λουλούδια wild flowers (syn in αγριολούλουδο 2) |
- άγριες γαζίες wild musk tree |
- άγριο κρίνο iris (syn αγριόκρινος) |
- τ' άγρια κρίνα του κάμπου the wild lilies of the valley |
- άγρια μαργαρίτα wild daisy |
- άγριο πεύκο wild pine tree (syn αγριόπευκο) |
- bot άγριο τριφύλλι clover, trifolium (syn αγριοτριφύλλι, νυχάκι) |
- άγριο τσάι (syn τσάι του βουνού) |
- bot άγρια χαρουπιά carob, Ceratonia siliqua (syn in αγριοχαρουπιά)
- ⑥ hard, rough (ant ήμερος):
- άγριο ξύλο hard wood |
- άγρια κάρβουνα |
- άγριο ύφασμα harsh material
- ⓕ having a sharp taste, acrid, esp of wine:
- άγριο κρασί acrid wine
- ⑦ aroused, rough, turbulent, violent, of weather elements, wind, sea, waves etc:
- φυσάει ~ άνεμος (αέρας) it is blowing great guns |
- ~ βοριάς violent northwind |
- άγρια φουρτούνα or θάλασσα a heavy sea (syn θαλασσοταραχή, τρικυμία) |
- άγρια θύελλα fierce storm |
- άγρια κύματα |
- ~ καιρός stormy weather (syn αγριόκαιρος) |
- ~χειμώνας severe winter (syn σκληρός or βαρύς χειμώνας) |
- άγρια βροχή, άγρια μπόρα driving rain |
- άγριο μπουμπουνητό fierce thunder |
- ο χειμώνας ερχόταν ~ και ζοφερός (Terzakis) |
- folks. το πήρε ο σκύλος ο βοριάς, η άγρια τραμουντάνα |
- poem και μέσα στ' άγριο πέλαγο τ' αστροπελέκι σκάει (Solom) |
- κ' είναι σα φύλλα μαραμένα | που τ' ανεμίζ' η μπόρα (Malakasis) |
- ... λεύκα μες σε λαγκάδι, | που φλέγεται και λαχταρά του αγέρα τ' άγριο χάδι (Zevgoli)
- ⑧ fierce, ferocious, grim:
- άγριο μάτι |
- άγρια όψη, άγριο πρόσωπο rugged appearance |
- το άγριο φυσικό του his ferocious character |
- άγριο βλέμμα a grim glance, a fierce look (syn βλοσυρό βλέμμα) |
- άγριο κοίταγμα (syn αγριοκοίταγμα) |
- μου έριξε μια άγρια ματιά |
- με κοίταξε με άγριο μάτι he looked daggers at me |
- άγρια ορμή |
- άγρια επίθεση |
- άγρια πάλη a ferocious struggle |
- ~ αγώνας a fierce fight |
- ~ συναγωνισμός (L ανταγωνισμός) keen or fierce competition (contest) |
- άγρια επίθεση vigorous attack |
- άγρια συμπλοκή |
- ~ καβγάς sharp tussle; hot argument |
- ~ ξυλοδαρμός (άγριο ξύλο) fierce beating |
- άγριο μαστίγωμα fierce lashing |
- άγρια αντίσταση fierce resistance |
- άγριo έγκλημα a ferocious crime |
- άγριες διαθέσεις wild attitude |
- άγρια ένστικτα wild or savage instincts |
- άγρια μεσαιωνικά ήθη savage medieval ways |
- ο πόλεμος δε βάσταξε πολύ, γιατ' ήταν ~ (Vlachogiannis) |
- πέντε χρόνια ζωή άγριας βιοπάλης (Melas) |
- επηρεάζονταν από την άγρια θέληση τόσων ανδρών (Karyotakis) |
- πήρε μέτρα άγριου διωγμού σε βάρος των ξένων (Psathas)
- ⑨ intense, persistent, excessive, heavy, rabid (syn επίμονος, λυσσαλέος):
- άγρια μοναξιά utter loneliness |
- άγριο σκοτάδι |
- άγρια νύχτα deep night |
- άγρια μεσάνυχτα in the dead of night (syn βαθιά μεσάνυχτα) |
- άγρια δουλειά work beyond measure |
- άγρια πείνα rabid or ravenous hunger |
- άγριο φαγοπότι excessive eating and drinking |
- άγριοι πόνοι unendurable pains |
- άγρια αρρώστια grave illness |
- άγριοι έρωτες |
- άγρια πάθη unquenchable hatred |
- άγριο μίσος rabid or intense hatred (syn σφοδρό μίσος) |
- άγριο πείσμα |
- άγρια ζήλεια |
- άγρια φοβέρα |
- άγρια εχθροπάθεια |
- ~ φανατισμός |
- άγριες σκηνές της επαναστάσεως |
- άγρια παράπονα grave complaints |
- άγρια φωνή gruff voice (cf αγριοφωνή) |
- ~ καγχασμός, άγριο γέλιο, άγριο χαμόγελο |
- ~ βήχας severe cough |
- η άγρια γενειάδα των μοναστηριωτών the wild beard of the monks |
- άγρια μαλλιά wild hair |
- άγριο κυνηγητό hot pursuit |
- ο ~ κατατρεγμός των κλεφτών στο Mοριά (Melas) |
- άκουσε να σβήνη... ένα... χαχανιστό άγριο γέλιο (KChatzop) |
- του έκαμε άγρια σκηνή ζηλοτυπίας (Peranthis) |
- (οι χορδές της λύρας του) μας αναστένουν οράματα άγριας φρίκης (Chourmouzios) |
- κράτησε με φανατισμό την άγρια δραματικότητα του διηγήματος (GSklavos)
[fr MG ← K, AG ἄγριος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριοσέλινο το [aγriosélino] Ο41 : κοινή ονομασία διάφορων φυτών που συγγενεύουν με το σέλινο.
[αγριο- + σέλινο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοσέλινο [aγriosélino] το, bot
- wild celery, various wild plants of the family Umbelliferae
- ① smallage, Apium graveolens palustre
- ② plants of the genus Smyrnium
- ⓐ Smyrnium orphanidis
- ⓑ Smyrnium perfoliatum
- ⓒ alexanders, Smyrnium olusatrum (syn αγριοκάρδαμο 2) In lit:
- μετωρίζεται η καταχνιά... πέρα στο βάλτο, όπου σαπίζουν τα βούρλα και τ' αγριοσέλινα (Dafnis)
[cpd w. σέλινο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοσέσκουλο [aγrioséskulo] το, bot
- beet, Beta maritima or Beta vulgaris (syn dial αγριολάμποτο)
[cpd w. σέσκουλο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοσίκαλη [aγriosíkali] η, bot
- a wild cereal grass, Haynaldia villosa (syn in αγρικρίθαρο)
[cpd w. σίκαλη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοσίταρο [aγriosítaro] το, (& αγριόσταρο) bot
- any of various wild plants of the family Graminaceae
- ① the goat grass Aegilops ovata (syn αγριόσταχυ, σακκοτρύπης)
- ② the goat grass Aegilops cylindrica
- ③ Haynaldia villosa (syn in αγριοκρίθαρο)
- ④ spelt, Triticum spelta
[cpd w. σιτάρι, στάρι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόσκιλλα [aγrióscila] η, bot
- star-of-Bethlehem, Ornithogalum narbonense and Ornithogalum pyrenaicum
[cpd w. σκίλλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριοσκολίζω.
-
- Eρίζω, φιλονικώ με κάπ.:
- (Πεντ. Γέν. XXVI 20).
[πιθ. <επίρρ. άγρια + ’σκολίζω (<ασχολίζω)]
- Eρίζω, φιλονικώ με κάπ.: