Παράλληλη αναζήτηση
340 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άγριο το,
- βλ. άγριο(ν).
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγριο [áγrio] το,
- harsh or violent manner (ant ήμερο, καλό):
- του φέρεται με το ~ (ant με το καλό) |
- του μίλησες με το ~ |
- τον παίρνω με το ~ I try to win him over w. threats and rebukes (ant τον παίρνω με το καλό) |
- φτάνει να τον καλοπιάσουν και να μην του το παραγγέλνουνε με τ' ~, καθώς συνηθάνε μ' άλλους ψυχογιούς (Vlachogiannis) |
- προσπάθησε να της μάθη γράμματα, δεν το κατάφερε· προσπάθησε ευσυνείδητα με το καλό και με το ~, μα αυτή δεν τα έπαιρνε, το μυαλό της ήταν βαρύ (GSaranti) |
- "Kαπετάν Kαναβό να με λέη η γιεροσύνη σου". O γούμενος γύρισε και τον κοίταξε στο ήμερο και στο ~ (Prevelakis) |
- είχε ο αθεόφοβος στο νου του... να φτάση στο ~ και να ματαπάρη με τ' άρματα τη θυγατέρα του σα γιανιτσάρος (Vlami)
[substantiv. n of άγριος]
- harsh or violent manner (ant ήμερο, καλό):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριο- [aγrio] & αγριό- [aγrió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αγρι- [aγri], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους. I. δηλώνει: 1. την άγρια, αυτοφυή ποικιλία ενός φυτού ή του καρπού του σε αντίθεση με την καλλιεργημένη μορφή του, που δίνεται από το β' συνθετικό: αγριαγγουριά, ~βιολέτα, ~δαμασκηνιά, ~συκιά. || ~βελάνιδο, ~κέρασο, ~φράουλα. || το φυτό που υπάρχει μόνο ως άγριο, που δεν καλλιεργείται: ~λούλουδο, αγριόχορτο. 2. το μη εξημερωμένο ζώο σε αντίθεση με το ήμερο, που δίνεται από το β' συνθετικό: αγριόγιδα, αγριόπαπια, ~περίστερο. || αυτό που προέρχεται από άγριο ζώο: αγριόμελο. II. (για πρόσ.) 1. χαρακτηρίζει άξεστη, ατίθαση ή επιθετική συμπεριφορά: αγριάνθρωπος, ~γυναίκα, ~κόριτσο. 2. με β' συνθετικό ρήμα ή ρηματικό παράγωγο: ~βλέπω, ~μιλώ, ~παίρνω, με βλοσυρό, θυμωμένο ή άγριο τρόπο βλέπω, μιλώ κτλ.· ~μίλημα. 3. σε κτητικά σύνθετα ονόματα χαρακτηρίζει το πρόσωπο που έχει άγριο, αγριεμένο, βλοσυρό το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μάτης, ~μούρης. || αγριόφατσα. III1. προσδίδει στο β' συνθετικό τη σημασία απότομος, αφιλόξενος: αγριόρεμα· αγριότοπος· (πρβ. ξερο-). || με τη σημασία τραχύς: αγριόμαλλο. 2. επιτείνει την αρνητική συνήθ. σημασία του β' συνθετικού: ~βόρι, αγριόπονος, πολύ δυνατός και ενοχλητικός βοριάς, πόνος. ~φωνάρα, πολύ δυνατή και ενοχλητική φωνή.
[Ι: αρχ. ἀγρι(ο)- θ. του επιθ. ἄγριο(ς) `που ζει στους αγρούς, άγριος΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀγριό-φωνος `με τραχιά φωνή΄, ελνστ. ἀγριο-μέλισσα `σφήκα΄, μσν. αγριο-γούρουνον· ΙΙ: ελνστ. σημ.: ελνστ. ἀγρι-άνθρωπος, μσν. αγριό-θωρος, αγριο-θωρώ· III: μσν. σημ.: μσν. αγριό-ρεμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριο- [aγrio]
- 1st me of cpds designating wild, brutal, rude, fierce looking, ferocious, of great quantity or size, e.g. αγριοαχλαδιά, αγριόπαιδο, αγριόχορτο, αγριόπονος etc; in bot άγριος and αγριο- in cpds describe a wild plant or flower bearing some kind of resemblance to some cultivated plant or flower, e.g. αγριογιασεμί, αγριομυρτιά.
[Λεξικό Κριαρά]
- άγριο(ν) το.
-
- 1) Zώο που ζει στην ύπαιθρο, αγρίμι:
- να κυνηγήσομεν τίποτε των αγρίων (Διγ. Esc. 427).
- 2) Φρ. μερώνω/μερώνουν τ’ άγρια = ξεπερνώ τις δυσκολίες/ξεπερνιούνται οι δυσκολίες:
- (Eρωτόκρ. B´ 430, E´ 230).
[ουδ. του επιθ. άγριος ως ουσ.]
- 1) Zώο που ζει στην ύπαιθρο, αγρίμι:
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριοαγγουριζοέλαιον το.
-
- Tο εκχύλισμα της ρίζας της αγριαγγουριάς:
- (Iερακοσ. 4896).
[<ουσ. αγριοαγγουρόριζα + έλαιον]
- Tο εκχύλισμα της ρίζας της αγριαγγουριάς:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοαντράκλα [aγrioandrákla] η, bot
- purslane, Portulaca oleracea
[cpd of άγρια αντράκλα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοαρακάς [aγrioarakás] ο, (& αγριαρακάς) region. & bot
- a kind of vetch, Vicia dasycarpa (syn αρακάς)
[cpd of άγριος αρακάς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοβαλανίδι [aγriovalaní∂i] το, (& αγριοβελανίδι) bot
- fruit of αγριοβαλανιδιά, acorn (syn αγριοβάλανο) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοβαλανιδιά [aγriovalani∂já] η, (& region. αγριοβελανιδιά) bot
- the oaks Quercus lanuginosa (varieties:
- Quercus lanuginosa pinnatifida, Quercus lanuginosa brachyphylla) (syn γρανίτσα, δέντρο) and Quercus cerris, Turkey oak (syn άγρια βαλανιδιά) |
- πολύ κοντά ήταν το δάσος με τις αγριοβαλανιδιές (ATarsouli) |
- στα βορεινά το δάσος από τα δρυά... οι αγριοβαλανιδιές (Myriv) |
- έγραφε ένα μεγάλο σταυρό με κλαδί αγριοβαλανιδιάς (LAkritas) |
- (οι αντένες ενός ανεμόμυλου) ήταν καμωμένες από κλαδιά αγριοβαλανιδιάς (Venezis)
[cpd of άγρια βαλανιδιά]
- the oaks Quercus lanuginosa (varieties: