Παράλληλη αναζήτηση
47 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγρια, επίρρ.
-
- 1) Mε τρόπο άγριο:
- άγρια μου ελάλησεν (Διγ. Esc. 1744).
- 2) Oρμητικά:
- άγρια ψιχαλίζει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 22112).
[<επίθ. άγριος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Mε τρόπο άγριο:
- αγρία η.
-
- Tο φυτό άγρωστις, κοιν. αγριάδα:
- αγρίας ρίζαν (Σταφ., Iατροσ. 8223).
[θηλ. του επιθ. άγριος ως ουσ. H λ. στη Σούδα (Soph.), σε σχόλ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Tο φυτό άγρωστις, κοιν. αγριάδα:
- αγριά [aγrjá] η, region. & bot
- couch grass, quack grass, Agropyrum repens (syn αγριάδα, άγρωστη 2)
[fr MG αγρία ← αγρία βοτάνη]
- άγρια [áγria] adv
- ① in a wild way, wildly, ferociously, rabidly (syn αδιάλλακτα, φανατικά) sternly, gloweringly (syn βλοσυρά):
- του μίλησα ~ I spoke to him sternly |
- με κοίταξε ~ he gave me a glowering glance (or he gave me a dirty look) |
- φώναξε ~ |
- το σκυλί ουρλιάζει ~ |
- πόνεσα ~ I felt a terrible pain, I hurt terribly |
- η μοίρα χτυπά τους ανθρώπους ~ |
- μ' ανάθρεψε ~ κι άταχτα η μοναξιά (Palam) |
- στραβοκοίταξε μονάχα ~ και λοξά σαν τον ταύρο (Psichari) |
- τι θέλεις; τον ρώτησε ~ (Xenop) |
- η μάνα μου... την εμίσησε αγριότατα (Kondylakis) |
- θαν του πιω το αίμα, λέει ~ (Karkavitsas) |
- πατριώτες και συγγενείς σφάχτηκαν μεταξύ τους ~ (Papanoutsos) |
- κάτι το μεγαλειώδες, το ~ ωραίο (Kasimatis) |
- poem... γιατί ~ | μας πολεμά, κυράδες μου (Stavrou Ar) |
- χρυσό μου στάχυ, πώς σε λυπάμαι π' ~ σε θέρισεν ο θεριστής (Melas)
- ② forcefully, violently, gruffly, hard, in excess (syn βίαια, ορμητικά, υπερβολικά):
- δαγκώνω ~ bite hard |
- ο αέρας σφυρίζει ~ |
- οι αξιωματικοί μου γυρεύουν ~ τους μιστούς τους (Makryg) |
- με το Σωκράτη, που τόσο ~ τον σατίρισε στις Nεφέλες, (ο Aριστοφάνης) είχε σχέσεις φιλικές (Stavrou) |
- λεηλατούσαν, σκότωναν, εβίαζαν, γλεντούσαν ~ τη νίκη τους (Kanellop) |
- το επίθετο (sc εθνικός)... έχει ~ κακοποιηθή στις μέρες μας |
- της χούφτιαζα ~ το χέρι και το βαστούσα σ' όλο το δρόμο (Lolos) |
- κοιτάζαμε τα κύματα που βρυχιόνταν ~ (Chatzianagnostou) |
- poem... και μια τρικυμία | τους δωρικούς σας χιτώνες ανέμισεν ~ σα σκιάχτρα (Palam) |
- κοντά σου δεν αχούν ~ οι ανέμοι (Polydouri) |
- σα σκλαβωμένος ~ τυραννήθηκες (Malakasis) |
- κι ο βοριάς κ' η μπόρα σάς δέρνουν ~ καθώς σας βρίσκουν μόνα (Chondrogiannis)
[fr MG άγρια ← K; ἄγρια AG: ἄγρια δερκομέν ω Hesiod Sc. 236; cf also ἀγρίως L]
- ① in a wild way, wildly, ferociously, rabidly (syn αδιάλλακτα, φανατικά) sternly, gloweringly (syn βλοσυρά):
- αγριαγγουρέα η· αγραγγουρία.
-
- Tο φυτό αγριαγγουριά:
- (Oρνεοσ. 58215).
[<επίθ. άγριος + ουσ. αγγουρέα. T. ‑ιά σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Meursius (‑γκ‑)]
- Tο φυτό αγριαγγουριά:
- αγριαγγουριά η [aγriaŋgurjá] Ο24 : το φυτό πικραγγουριά.
[μσν. αγριαγγουρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + αγγουρέα > αγγουριά]
- αγριαγγουριά [aγriaŋgurjá] η, bot
- squirting cucumber, Ecballium elaterium (syn γαϊδουραγγουριά, πικραγγουριά)
[fr MG αγριαγγουρέα, cpd w. MG αγγουρέα]
- αγριάγγουρο το [aγriáŋguro] Ο41 : το πικράγγουρο.
[αγρι(ο)- + αγγού ρ(ι) -ο (πρβ. ελνστ. ἀγριαγγούριον)]
- αγριάγγουρο [aγriáŋgurο] το, region. & bot
- the fruit of αγριαγγουριά
[fr αγριάγγουρο 18th c., cpd w. MG αγγούριν; cf αγριαγγούριν 'squirting cucumber']
- αγριαγκαθιά [aγriaŋgaθjá] η, (& αγριοαγκαθιά) region. & lit
- a sort of thorny herb:
- poem λαλούσε ο ζίζικας, ανθούσεν η ~ (Palam) |
- κάλλιο φυτρώστε, αγριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε, λύκοι (id.)
[der of αγριάγκαθο]
- a sort of thorny herb: