Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άγραφος, επίθ.
-
- Που δεν έχει τίποτα γραμμένο πάνω του:
- Xαρτία άγραφα (Xρον. Mορ. H 4571).
[αρχ. επίθ. άγραφος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει τίποτα γραμμένο πάνω του:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγραφος -η -ο [áγrafos] & άγραφτος -η -ο [áγraftos] Ε5 : 1.που δεν έχει γραφτεί, που δεν υπάρχει ή δεν έχει διατυπωθεί σε γραπτή μορφή: H εργασία / η μελέτη είναι άγραφτη ακόμα. H αληθινή ιστορία του εμφυλίου πολέμου παραμένει άγραφτη ακόμα. Πολλές γλώσσες έμειναν επί αιώνες άγραφες και κάποτε πήραν τη γραπτή τους μορφή. 2. που δεν έχει χρησιμοποιηθεί για γράψιμο, που πάνω του δεν έχει γραφτεί τίποτε. ANT γραμμένος: Άγραφο χαρτί. Άγραφη κόλα / σελίδα. || Άγραφη κασέτα / μαγνητοταινία / δισκέτα. 3. (για δίκαιο, νόμους, κανόνες κτλ.) που δεν έχει διατυπωθεί γραπτώς ή που δεν έχει νομοθετηθεί, αλλά πηγάζει από έθιμα, ηθικούς κανόνες κτλ.: Άγραφοι νόμοι / κανόνες. Άγραφο δίκαιο. H συμπεριφορά τους καθορίζεται από τους άγραφους κοινωνικούς κώδικες της φυλής. ΦΡ (αυτό) είναι από τ΄ άγραφα, για κτ. εντελώς αναπάντεχο, απροσδόκητο, πρωτοφανές ή παράδοξο. 4. που δεν τον έχουν εγγράψει σε κατάλογο: Xάσαμε την προθεσμία εγγραφής και το παιδί έμεινε άγραφτο.
[αρχ. ἄγραφος· αρχ. ἄγραπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγραφος, -η, -ο [áγrafos]
- ① not written, unwritten:
- ~ κώδικας των καθιερωμένων κοινωνικών αξιών, της λογικής, των συνηθειών, της συμπεριφοράς |
- η άγραφη και η γραφτή νομοθεσία (syn εθιμική) |
- ~ νόμος unwritten law |
- ~ καταστατικός χάρτης, άγραφο σύνταγμα |
- philos άγραφα δόγματα unwritten doctrines (i.e. the oral tradition in Plato and its relation to Aristotle's critique) |
- άγραφο δίκαιο natural law |
- ~ κανόνας unwritten rule |
- prov τα γραμμένα άγραφα δε γίνονται what is destined will happen, what will be will be |
- μιαν άγραφη ίσως, αλλά θετική συμφωνία (Christidis) |
- και στα ειπωμένα και στα γραμμένα (sc λόγια μου) και περισσότερο στ' άγραφα και στα ανείπωτα (Palam) |
- ενόσω είναι η ίδια (sc η ζωή) μια άγραφη ύλη, δεν μπορεί να διαβάση την ιστορία (Theodorakop) |
- η απόλυτη θυσία, κάπου κάπου στη φανερή ιστορία ή και στην άγραφη και αφανέρωτη ζωή των ανθρώπων, αυτοσκοπός (Kanellop) |
- σύμφωνα με κάποιο άγραφο πρόγραμμα (Theotokas) |
- οι άγραφοι νόμοι των θεών (Tatakis) |
- poem κι ό,τι από μένα μείνη - μάθε το - ό,τι σημάδι, λείψανο άγραφο, γραφτό (Palam) |
- στο βαθιόν ελαιώνα | που οι άγραφοι νόμοι | πάντα αστράφταν μπροστά μου, | τον έφερα (Sikel)
- ② not listed, not entered, unregistered (ant γραμμένος):
- έχω άγραφα τα ψώνια |
- δεν έχετε κατάλογο; - όχι... έτσι μου τα έστειλαν, άγραφα κι αμέτρητα (Xenop)
- ③ not written on, unused for writing, not filled, blank:
- άγραφο χαρτί white, blank paper |
- άγραφη σελίδα unwritten, blank page |
- άγραφη πλάκα tabula rasa |
- ο νους (η ψυχή) είναι (σαν) άγραφο χαρτί (L είναι χάρτης ~) blank paper, tabula rasa |
- άγραφες σελίδες χειρογράφων |
- ~ δίσκος γραμμοφώνου blank record |
- poem πλάκα άγραφη η ζωή μου (Malakasis)
- ④ indescribable, uncommon, unique (syn L απερίγραπτος):
- poem τη διασχίζουνε και την περικυκλώνουνε ποτάμια άγραφης γοητείας, | οι δυο παράδεισοι της Mέρας και της Nύχτας
[fr MG άγραφος ← K, AG]
- ① not written, unwritten: