Παράλληλη αναζήτηση
34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγρα η [áγra] Ο25α : (λόγ.) επίμονη αναζήτηση, κυνήγι, κυρίως στην έκφραση προς άγραν: Προς άγραν πελατών. (ειδικότ.) προς άγραν ψήφων, για ψηφοθηρία: Οι πολιτευτές / υποψήφιοι περιοδεύουν τις πόλεις και τα χωριά προς άγραν ψήφων.
[λόγ. < αρχ. ἄγρα `κυνήγι ζώων΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγρα [áγra] η, (L)
- ① game, i.e. chase (hunting), fishing and trapping (syn κυνήγι, ψάρεμα, παγίδευση respectively)
- ⓐ catch, prey
- ② looking for, pursuit:
- στις εκλογές γίνεται ~ ψήφων (syn ψηφοθηρία) |
- τα κορίτσια βγήκαν για ~ πελατών the prostitutes went out to solicit (syn ψώνισμα, ψώνιο) |
- (η στέρηση της αγάπης της θείας μορφής) διαιωνίζει την ωραιότητα..., καταργεί μέσα μας την αγωνία προς ~ του ωραίου (Papatsonis).
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγραβάνι [aγraváni] το, bot & region.
- ① lilac, Syringa vulgaris
- ② carob tree, Ceratonia siliqua (syn αγραβανιά 2, κουτσουπιά) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγραβανιά [aγravanjá] η, bot & region.
- ① a kind of ground cherry, the Chinese lantern plant, Physalis alkekengi (syn κερασούλι)
- ② = αγραβάνι 2
- ③ Judas tree, Cercis siliquastrum (syn κουτσουπιά) .
[Λεξικό Κριαρά]
- αγραγγουρία η,
- βλ. αγριαγγουρέα.
[Λεξικό Κριαρά]
- αγραμματής, επίθ.
-
- Aγράμματος:
- (Xρον. Mορ. P 1352).
[<επίθ. αγράμματος με επίδρ. του επιθ. αμαθής]
- Aγράμματος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγραμμάτιστος, -η, -ο [aγramátistos] (L) & region.
- unlettered, illiterate, uneducated (syn αγράμματος 1):
- βρίσκει κανείς έργα ανωνύμων ή αγραμματίστων ανθρώπων (Dimaras).
- unlettered, illiterate, uneducated (syn αγράμματος 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αγράμματος, επίθ.
-
- Που δεν έχει γραμματικές γνώσεις:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 51v).
[αρχ. επίθ. αγράμματος. Η λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει γραμματικές γνώσεις:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγράμματος -η -ο [aγrámatos] Ε5 : 1.που δεν ξέρει να γράφει και να διαβάζει· αναλφάβητος: Είναι τελείως ~, δεν ξέρει να γράψει ούτε το όνομά του. 2. που δεν έχει επαρκή μόρφωση, αμόρφωτος, ημιμαθής: Kατηγόρησε τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα ότι προσλαμβάνουν άπειρους και αγράμματους δημοσιογράφους. 3. που δεν έχει γνώση, που δεν κατέχει κτ.: Aποδείχτηκε τελείως ~ στην πρέφα. || (έκφρ.) την έπαθα* σαν ~. ΠAΡ Άνθρωπος ~ ξύλο απελέκητο*.
[αρχ. ἀγράμματος (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγράμματος, -η, -ο [aγrámatos]
- ① ignorant of reading and writing, unlettered, unschooled, unlearned, illiterate (syn αναλφάβητος, αγραμμάτιστος, ant γραμματισμένος):
- άφησε τα παιδιά του αγράμματα |
- αγράμματη γυναικούλα, χωριατοπούλα |
- τελείως (ολότελα) ~ |
- idiom phr την έπαθε σαν ~ he was a victim of fraud as if he were illiterate or stupid |
- gnom άνθρωπος ~ ξύλο απελέκητο an illiterate person is like an unhewn, unwrought piece of wood (as a warning to the young) |
- με κατηγοράγει... ότι... είμαι ~ (Makryg) |
- οι περισσότερές τους μάλιστα ήταν και ολωσδιόλου αγράμματες (Panagiotop) |
- υπόγραφε ή σημάδευε ένα σταυρό, αν ήτανε ~ (Prevelakis)
- ② insufficiently educated, ill-trained, uneducated (syn ψευτομορφωμένος, αμαθής, αμόρφωτος, ant εγγράμματος, γραμματισμένος):
- ~ υπάλληλος, ~ υποψήφιος, αγράμματοι ιερείς |
- θεωρούν αγραμμάτους και βαρβάρους τους νέους, γιατί ακριβώς κάνουν ορθογραφικά λάθη (Geros) |
- είναι κρίμα να τον αφίνη έτσι αγράμματο, αφού είναι τόσο έξυπνος (Loukatos)
- ⓐ unskilled, inexperienced (syn ατζαμής)
- ③ not corrupted by purism, simple, genuine:
- poem μέσα στη θεία τους γλώσσα την αγράμματη | με πρόσωπο πεντάμορφης είναι γραμμέν' η ιδέα (Palam) |
- στον πόλεμο, στων όλων τον πατέρα, | στη ρίζα, στην αγράμματη σοφία, | στην κλεφτουριά, στου Tούρκου τη φοβέρα (id.)
[fr ἀγράμματος of K, PatrG, MG, cpd w. γράμμα]
- ① ignorant of reading and writing, unlettered, unschooled, unlearned, illiterate (syn αναλφάβητος, αγραμμάτιστος, ant γραμματισμένος):