Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγουστος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
Άγουστος s. Aύγουστος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγουστος -η -ο [áγustos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη γούστου, κακόγουστος: Άγουστο ντύσιμο. Άγουστα αστεία. άγουστα ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~.

[α- 1 γούστ(ο) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγουστος, -η, -ο [áγustos]
  • having no taste (syn άκομψος, L άχαρις, ant κομψός, χαριτωμένος, με γούστο):
    • όσο κομψές... είναι οι νέες... τόσο άγουστες και ατημέλητα πλούσιες... δείχνουνται οι προχωρημένες στα χρόνια (Karantonis)

[cpd w. γούστο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες