Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγουσα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγουσα η [áγusa] Ο27 : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση παίρνω την ~, ξεκινώ για κάπου: Tον έδιωξαν από τη δουλειά και, στενοχωρημένος, πήρε την ~ για το σπίτι του.

[λόγ. θηλ. μεε. του αρχ. ρ. ἄγω]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγουσα [áγusa] η, (L)
  • road:
    • παίρνει την ~ προς την Aθήνα

[fr kath οδός άγουσα 'road leading to']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες