Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγουρος -η -ο [áγuros] Ε5 : 1.(για καρπούς) που δεν έχει ωριμάσει· αγίνωτος. ANT ώριμος, γινωμένος: Άγουρο σταφύλι / αχλάδι / ροδάκινο. Άγουρη ντομάτα. Tα μήλα δεν τρώγονται, είναι άγουρα ακόμα. 2. (μτφ.) α. που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης, που δεν έχει πάρει την τελική, την ολοκληρωμένη του μορφή: Άγουρες σκέψεις. Άγουρο κορμί / στήθος. β. (για πρόσ.) που δεν ενηλικιώθηκε ή που είναι άπειρος, ανώριμος: Άγουρο παλικάρι. Άγουρα χρόνια, της πρώτης εφηβείας. Άγουρα νιάτα.
αγουρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. άγουρα ΕΠIΡΡ. [μσν. άγουρος < ελνστ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r], αρχ. σημ.: `όχι στην ώρα του΄· άγουρ(ος) -ούτσικος]
- άγουρος (I), επίθ.· άγγουρος· άγωρος.
-
- 1) (Προκ. για καρπό) που δεν έχει ωριμάσει:
- (Mαχ. 26).
- 2) Που σχετίζεται με την παιδική ή τη νεανική ηλικία, μη ώριμος:
- Στους χρόνους σου τους άγουρους (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [426]).
[<επίθ. άγωρος <αρχ. επίθ. άωρος. O τ. άγγ‑ και σήμ. ιδιωμ. O τ. άγωρος σε επιγρ. 3.-4. αι. (DGE, L‑S Suppl., λ. άωρος) και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange και σήμ.]
- 1) (Προκ. για καρπό) που δεν έχει ωριμάσει:
- άγουρος (II) ο· άγγουρος· άγορος.
-
- 1)
- α) Nέος, παλληκάρι:
- (Λίβ. Sc. 2031)·
- β) νέος τοποθετημένος στην υπηρεσία του παλατιού:
- (Φλώρ. 136).
- α) Nέος, παλληκάρι:
- 2) Παλληκάρι, νεαρός πολεμιστής:
- (Διγ. Esc. 205).
[αρσ. του επιθ. άγουρος ως ουσ. O τ. άγγ‑ και σήμ. ιδιωμ. O τ. άγορος (απλοποιημένη γρ.) <επίθ. άγωρος ως ουσ. πιθ. ήδη τον 3.-4. αι. (DGE Supl. I)· απ. στο Du Cange (‑ω‑, λ. άγουρος) και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 10. αι., στο Meursius (‑οι) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
- άγουρος1 [áγuros] ο,
- young man, youth, adolescent (syn νέος, παλληκάρι):
- ο Γάλλος (sc Oυγκώ) εικοσιπέντε χρόνων ~ (Palam) |
- ένας ~ από το Σέχη αποφάσισε να πάρη γυναίκα (Karkavitsas) |
- σηκώθηκε ένας ~, μελαψός του ήλιου και σγουρός (Prevelakis) |
- τους άγουρους τους τραβάει η παλληκαροσύνη (Vlami) |
- folks. ένας ~ κ' ένας καλός λεβέντης | κάστρο γύρευε |
- ~ πέτρα πελεκά | με το 'να του το χέρι |
- κι αν είν' απ' άλλον άγουρο, πάλι μετά χαρά του |
- άγουρο μήλο μο 'στειλε και κόκκινο γαϊτάνι |
- poem δεκοχτώ χρόνων ~ (Palam)
[fr MG άγουρος (& άγωρος) 'youth' ← K ἂγουρος 'id.', this substantiv. of adj άγουρος]
- young man, youth, adolescent (syn νέος, παλληκάρι):
- άγουρος2, -η, -ο [áγuros]
- ① unripe, green, of fruit (syn αγίνωτος, ανώριμος, αγούρμαστος, ant γινωμένος, ώριμος):
- ~ καρπός, άγουρο αχλάδι, ρόδι, άγουρα κορόμηλα, σταφύλια |
- μαζεύει όλα τα σύκα, ώριμα κι άγουρα |
- prov άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές bad and difficult matters |
- ο καρπός δεν ωριμάζει, προσφέρεται στην κατανάλωση ~ (Panagiotop)
- ⓐ fig not yet matured, not ripe, of boil, pimple or abscess
- ② undeveloped as yet, (very or too) young (syn νέος, ant ώριμος):
- τ' άγουρα δέντρα |
- τάνυσε το άγουρο κορμί της (Sfakianakis) |
- άγουρο παιδί or παλληκάρι, άγουρο κορίτσι |
- ~ νέος |
- έν' αμάθητο, άγουρο, άπραγο παιδί (Xenop) |
- τόσο μικρός στα χρόνια κι ~ (Vlachogiannis) |
- ήτανε παιδούλα ακόμα, άγουρη για τη μεγάλη αγάπη (Myriv) |
- poem και κάτου απ' την κληματαριά την άγουρη μ' επρόσμενε (Sikel) |
- του χαμογελάς | με πρόσωπον αναπαμένο, | όπως της άγουρης παρθένας (id.) |
- η Eλλάδα είναι άγουρη, | είναι γλυκιά, είναι ωραία (Manthoulis) |
- κ' είναι οι διπλές χοντρές πλεξίδες της θηλιές | γι' άγουρο κι ώρμον άντρα (Velmyras)
- ③ undeveloped as yet, immature (syn ανώριμος):
- ~ νους, άγουρο μυαλό |
- είναι άγουρο ακόμη το μυαλό του και δε νογάει |
- νοιώθει ~ κι αδέξιος δίπλα στο γιατρό (Terzakis) |
- άγουρο περιβάλλον |
- τ' άγουρα στήθη της κοπέλλας |
- άγουρα και απροετοίμαστα μυαλά (Palam) |
- χαλαρή και άγουρη διανόηση (Theodoridis) |
- ιδέες παράξενες για την άγουρη νιότη (Plaskovitis) |
- η κοπελιά, σαν άγουρη που ήτονε, δεν είχε γνώμη δική της (Prevelakis)
- ⓑ not well prepared, not well thought out, ill-prepared, superficial:
- άγουρα σχέδια, άγουρη εργασία, άγουρο κίνημα
- ④ region. occurring before the due time, premature:
- ~ θάνατος premature death |
- poem πίνω άγουρες γκαζόζες και διψώ I drink lemon sodas made w. unripe lemons and still I thirst (Seferis) [fr MG άγουρος MG, K ôγωρος (dial ModG [áγoros]), this fr AG ôωρος (dial ModG
[([áoros]) 'unripe, immature']
- ① unripe, green, of fruit (syn αγίνωτος, ανώριμος, αγούρμαστος, ant γινωμένος, ώριμος):