Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγουρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
άγουρα [áγura] adv, region.
  • before the proper time, prematurely (syn πρόωρα):
    • εξύπνησες ~ |
    • ~ πήγε στον τάφο |
    • ο Bενιζέλος είχεν ~ γεράσει, παλεύοντας να μεταπείση έναν ένα τους συντρόφους του (Prevelakis) |
    • την αυγή... ξύπνησε ο καμπούρης ~ την κόρη (Vlachogiannis) |
    • ξενιτεμένη φίλη,... ήρθες ~ (to a swallow) (id.)

[fr adv *άγωρα ← άωρα (cf παράωρα, πρόωρα, σύνωρα), der of άωρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγουράδα η [aγuráδa] Ο25α : (προφ.) η στυφάδα του άγουρου καρπού.

[άγουρ(ος) -άδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγουράδα [aγurá∂α] η, region.
  • ① want of ripeness, unripeness
  • ② uncultivable land or spot (syn χερσάδα)

[der of άγουρος w. suff -άδα; cf στυφάδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες