Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγονος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγονος -η -ο [áγonos] Ε5 : 1.που δεν παράγει, που δεν είναι γόνιμος. ANT εύφορος: ~ τόπος. Άγονη γη. || Άγονη γραμμή, ακτοπλοϊκή γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση, που δεν αποφέρει κέρδος και επιχορηγείται από το κράτος: Tα νησιά της άγονης γραμμής. || ~ αριθμός, χαρακτηρισμός του αριθμού επτά. 2. (μτφ.) που δε φέρνει, δεν παράγει αποτέλεσμα: Άγονες προσπάθειες. Άγονη φαντασία, μη παραγωγική. Άγονη ψηφοφορία. άγονα ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄγονος· 2: σημδ. γαλλ. stérile]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγονος, -η, -ο [áγonos]
  • ① infertile, barren, unproductive (syn άκαρπος, στείρος, ant γόνιμος, καρπερός, εύφορος, παραγωγικός):
    • ~ τόπος οr άγονη γη unproductive land |
    • άγονο έδαφος or χώμα infertile soil |
    • άγονα όντα infertile beings |
    • ~ άνθρωπος (syn στείρος) |
    • ~έρωτας |
    • άγονα νησιά |
    • ~ (D άγονη) θαλασσία συγκοινωνιακή γραμμή, άγονη γραμμή unproductive and subsidized sea line among the islands
  • ② fig w. no results, fruitless, (done) in vain (syn μάταιος):
    • άγονη προσπάθεια fruitless effort, attempt barren of results |
    • ~ κόπος |
    • ~ σε ιδέες barren of ideas |
    • άγονη φαντασία infertile imagination |
    • άγονοι πειραματισμοί unproductive experiments |
    • άγονη εργασία unfruitful labor |
    • άγονη και αρνητική στάση, άγονη άρνηση, άγονη αντίδραση |
    • ~ σκεπτικισμός, συντηρητισμός |
    • άγονη μίμηση, σοφία, αρχαιολατρεία, γνώση |
    • ~ βερμπαλισμός |
    • άγονες συζητήσεις, αντεγκλήσεις |
    • νεκρές κι άγονες αξίες |
    • άγονο πάθος |
    • ~ νους poor mind, poverty of mind |
    • ζωή άγονη σε καλά έργα life barren of good works |
    • εποχή ξερή και άγονη |
    • άγονη θεατρική περίοδος |
    • βρίσκει καταφύγιο έναν αόριστο, άγονο, βουβό ρεμβασμό (Palam) |
    • χωρίς επιστήμη η τεχνική θα καταντούσε ένας ~ εμπειρισμός (Sotirakis) |
    • πρέπει σ' όλα τα επίπεδα της ζωής μας να χωρίσωμε τα γόνιμα από τα άγονα στοιχεία (Theodorakop) |
    • (ο άνθρωπος μέσα στον αμοιβαίο έρωτα) υπερνικά τον άγονο μηδενισμό που φυτρώνει από μόνος του... στην έρημη ψυχή (Theotokas) |
    • (ο Γρηγόριος) άγονη και ατελεσφόρητη την ονομάζει (sc την έξωθεν παίδευσιν) (Tatakis) |
    • η σανσκριτική του πολυμάθεια (sc του Γαλανού) δεν έμεινε άγονη και ακαρποφόρητη (Panagiotop) |
    • αυτό, που για μένα είναι στείρο και άγονο, για σένα είναι δημιουργικό (Sfakianakis) |
    • poem μήτε σε κάποιο έν' άγνωστο θεό | άγονες προσευχές να ψιθυρίστε (GChristop)

[fr K, AG ἄγονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες