Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγομαι [áγome] mi
- of άγω
- fig be led or driven:
- άγεται από την αγωνία της φιλοσοφίας κι όχι από την αυταρέσκεια του τίτλου της (Terzakis) |
- σε αντίστοιχα συμπεράσματα ~ και από την υπόθεση των σχέσεων Kαποδίστρια-Mουστοξύδη (Dimaras)
[fr kath ← AG]
- fig be led or driven: