Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άγνωστος, επίθ.· ανέγνωστος.
-
- 1) Που έχει περιορισμένες γνώσεις, περιορισμένη εμπειρία:
- (Φορτουν. Iντ. β´ 37).
- 2)
- α) Που δεν έχει λογικό, άλογος (προκ. για ζώα):
- (Δεφ., Λόγ. 265)·
- β) ανόητος, μωρός, απερίσκεπτος:
- (Διακρούσ. 11612)·
- ήτον άγνωστη και άγνωστα εμέτρα (Aιτωλ., Mύθ. 606).
- α) Που δεν έχει λογικό, άλογος (προκ. για ζώα):
[αρχ. επίθ. άγνωστος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Που έχει περιορισμένες γνώσεις, περιορισμένη εμπειρία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγνωστος -η -ο [áγnostos] Ε5 : I.που δεν τον ξέρουμε, δεν τον γνωρίζουμε, που δε μας είναι γνωστός ή γνώριμος: Ο ~ κόσμος του βυθού. Tο όνομα / το πρόσωπο δε μου είναι άγνωστο. Ψάχνω στο λεξικό τις άγνωστες λέξεις. Άγνωστες σελίδες / πτυχές της ιστορίας. Άγνωστες χώρες / θάλασσες. Άγνωστα μέρη / νησιά. Mετακόμισε σε άγνωστη διεύθυνση. Οι δράστες της ληστείας παρέμειναν άγνωστοι. Άγνωστο (το) πότε / πώς / γιατί έφυγε. Άγνωστο κείμενο / θέμα στις εξετάσεις, αδίδακτο. Άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα* αντικείμενα. ~ συγγραφέας / ποιητής / ζωγράφος, που δεν είναι ευρύτερα γνωστός ή που είναι άσημος. || Mνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, μνημείο για να τιμηθεί η μνήμη όσων σκοτώθηκαν στους αγώνες του έθνους. || (επίσ.) Aγνώστου πατρός. Aγνώστου διαμονής. Bρέθηκε πτώμα νεαρού, αγνώστων λοιπών στοιχείων. II. (ως ουσ.) 1. ο άγνωστος: α. πρόσωπο που δεν είναι γνωστό ή γνώριμο, που η ταυτότητά του δεν έχει εξακριβωθεί: Άγνωστοι διέρρηξαν κοσμηματοπωλείο. Mην ανοίγεις την πόρτα σε αγνώστους. Tο γράμμα μιας άγνωστης. Mήνυση κατ΄ αγνώστων. β. (μαθημ.) μέγεθος που εμφανίζεται σε πρόβλημα και του οποίου ζητείται ο προσδιορισμός: Εξίσωση με δύο αγνώστους. Ο ~ χ. 2. το άγνωστο: α. τόπος, χρόνος ή κατάσταση που δε γνωρίζουμε: Mπήκε κρυφά σ΄ ένα καράβι και σάλπαρε για το άγνωστο. Tαξίδι στο άγνωστο. (έκφρ.) πάμε στο άγνωστο με βάρκα* την ελπίδα. β. αυτό που βρίσκεται πέρα από τα όρια της ανθρώπινης γνώσης.
[Ι: αρχ. ἄγνωστος· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. inconnu]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγνωστος1 [áγnostos] ο, άγνωστη [áγnosti] η,
- ① unknown or unidentified person, man, woman, a stranger:
- άγνωστοι strangers |
- law υπέβαλε μήνυση κατ' αγνώστου (αγνώστων) he brought charges against a person (or persons) unidentified, unknown |
- ο άνθρωπος... σαν ορισμένη... μέσα στη ζωή υπόσταση... μένει ένας ~ (Papanoutsos) |
- ... είναι... μοίρα του Παλαμά να είναι ο μεγάλος ~ των ελληνικών γραμμάτων (Chourmouzios) |
- poem με ξένους και μ' αγνώστους μας σαν άγνωστοι και ξένοι (Malakasis)
- ⓐ the unknown soldier (syn άγνωστος στρατιώτης):
- το μνημείο του αγνώστου, φρουρά του αγνώστου
- ② math unknown quantity:
- ο ~ μιας εξισώσεως the unknown of an equation.
- ① unknown or unidentified person, man, woman, a stranger:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγνωστος2, -η, -ο [áγnostos]
- ① pass unheard of, unknown (syn αγνώριμος 2, αγνώριστος 2):
- ~ άνθρωπος, διαβάτης, συγγραφέας |
- ένας κόσμος ~ |
- άγνωστη γη |
- fig (στον ξένο αναγνώστη) κυρίως η γλώσσα της του είναι άγνωστη γη |
- άγνωστη πατρίδα |
- χώρες άγνωστες unknown, unexplored countries |
- άγνωστες ιστορικές προσωπικότητες |
- άγνωστες ηρωίδες |
- ένα τελείως άγνωστο τραγούδι |
- άγνωστο βιβλίο |
- άγνωστο κείμενο text not taught, άγνωστες λέξεις, σελίδες |
- ταξιδεύω ~ travel incognito |
- είχα μπη αυτό το βράδυ στο θέατρο ~ (Melas) |
- το μυαλό του ανθρώπου είναι το πλέον άγνωστο όργανο man's brain is the most unknown organ |
- αυτό το πράγμα είναι αγνώστου προελεύσεως (D άγνωστης προέλευσης) of unknown provenience |
- αγνώστου ταυτότητος (D άγνωστης ταυτότητας) unidentified |
- ο ~ Θεός the unknown God |
- ο ~ στρατιώτης the unknown soldier (syn άγνωστος1) |
- math ο ~ χ (pronounced [ i]) the unknown x, the unknown quantity; fig crux |
- ο ~ χ του προβλήματος (Papanoutsos) |
- (αναγνώρισε) αρχηγό ένα νεώτερο κι άγνωστο πρωτάρη της πολιτικής (Melas) |
- poem για να πιάση την άγνωστη, | την καταλύτρα Στρίγλα (Palam) |
- ήρθε, τον είδα, ξένος μού ήταν κι ~ (Xydis) |
- καθώς μας είναι γύρω μας όλ' άγνωστα και ξένα (Kamarinakis)
- ⓐ idiom phr είναι άγνωστο it is unknown, άγνωστο γιατί unknown why:
- είναι άγνωστο πότε θα γυρίση
- ⓑ ~ philos unknowable, agnostos
- ② act not knowing, ignorant (syn άγνωρος B, αμαθής, άπειρος) region.:
- ήμουνε ~ τότες, άπειρος (Psichari).
- ① pass unheard of, unknown (syn αγνώριμος 2, αγνώριστος 2):