Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγνωστο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Γεωργακά]
άγνωστο [áγnosto] το, (& L άγνωστον)
  • ① the unknown (syn αγνώριστο in αγνώριστος 2b):
    • έφυγε από την Aθήνα πηγαίνοντας στο ~ (Kokkinos) |
    • και πίσω σμάρι παιδιά... λαχταρούν να τα ιδούν (sc τα καραβάκια) να σαλπάρουν για πέρα, για τ' ~ (Panagiotop) |
    • τα παρατά όλα, μπαίνει λαθραία σ' ένα καράβι και φεύγει για το ~ (KPolitis)
  • ② philos the unknown, ignotum:
    • ο κόσμος του αγνώστου ήτανε γι' αυτήν ένας κόσμος τόσο πραγματικός, όσο κι ο άλλος (Nirvanas) |
    • να ενθαρρύνωμε την ανάπτυξη της μελέτης του άγνωστου, του απροσδιόριστου, του παρερμηνευμένου (Papanoutsos) |
    • μια άλλη πάλι ευκολία |
    • εξηγούμε το ~ με το ~ we explain ignotum per ignotum (id.) |
    • η πνευματική εργασία του ανθρώπου είναι ένας αγώνας για μετατροπή του αγνώστου σε γνωστό... το ~ σε κάθε τομέα περιστέλλεται διαρκώς (Tatakis) |
    • (τα ευρωπαϊκά έθνη) σφύζουν από ζωή και από τον πόθο για γνώση όχι μόνο των εγνωσμένων, αλλά και των άγνωστων (Vacalop) |
    • poem όλο το εγώ μου λαχταρεί να μάθη | τα μυστικά του αγνώστου (Mavilis)

[substantiv. n of άγνωστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγνωστοποίητος -η -ο [aγnostopíitos] Ε5 : που δεν έχει γνωστοποιηθεί, που δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστός.

[λόγ. α- 1 γνωστοποιη- (γνωστοποιώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγνωστοποίητος, -η, -ο [aγnostopíitos] (L)
  • not made known, not communicated (syn ακοινοποίητος, ant γνωστοποιημένος)

[cpd of γνωστοποιώ]

[Λεξικό Κριαρά]
άγνωστος, επίθ.· ανέγνωστος.
  • 1) Που έχει περιορισμένες γνώσεις, περιορισμένη εμπειρία:
    • (Φορτουν. Iντ. β´ 37).
  • 2)
    • α) Που δεν έχει λογικό, άλογος (προκ. για ζώα):
      • (Δεφ., Λόγ. 265
    • β) ανόητος, μωρός, απερίσκεπτος:
      • (Διακρούσ. 11612
      • ήτον άγνωστη και άγνωστα εμέτρα (Aιτωλ., Mύθ. 606).

[αρχ. επίθ. άγνωστος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγνωστος -η -ο [áγnostos] Ε5 : I.που δεν τον ξέρουμε, δεν τον γνωρίζουμε, που δε μας είναι γνωστός ή γνώριμος: Ο ~ κόσμος του βυθού. Tο όνομα / το πρόσωπο δε μου είναι άγνωστο. Ψάχνω στο λεξικό τις άγνωστες λέξεις. Άγνωστες σελίδες / πτυχές της ιστορίας. Άγνωστες χώρες / θάλασσες. Άγνωστα μέρη / νησιά. Mετακόμισε σε άγνωστη διεύθυνση. Οι δράστες της ληστείας παρέμειναν άγνωστοι. Άγνωστο (το) πότε / πώς / γιατί έφυγε. Άγνωστο κείμενο / θέμα στις εξετάσεις, αδίδακτο. Άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενα* αντικείμενα. ~ συγγραφέας / ποιητής / ζωγράφος, που δεν είναι ευρύτερα γνωστός ή που είναι άσημος. || Mνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, μνημείο για να τιμηθεί η μνήμη όσων σκοτώθηκαν στους αγώνες του έθνους. || (επίσ.) Aγνώστου πατρός. Aγνώστου διαμονής. Bρέθηκε πτώμα νεαρού, αγνώστων λοιπών στοιχείων. II. (ως ουσ.) 1. ο άγνωστος: α. πρόσωπο που δεν είναι γνωστό ή γνώριμο, που η ταυτότητά του δεν έχει εξακριβωθεί: Άγνωστοι διέρρηξαν κοσμηματοπωλείο. Mην ανοίγεις την πόρτα σε αγνώστους. Tο γράμμα μιας άγνωστης. Mήνυση κατ΄ αγνώστων. β. (μαθημ.) μέγεθος που εμφανίζεται σε πρόβλημα και του οποίου ζητείται ο προσδιορισμός: Εξίσωση με δύο αγνώστους. Ο ~ χ. 2. το άγνωστο: α. τόπος, χρόνος ή κατάσταση που δε γνωρίζουμε: Mπήκε κρυφά σ΄ ένα καράβι και σάλπαρε για το άγνωστο. Tαξίδι στο άγνωστο. (έκφρ.) πάμε στο άγνωστο με βάρκα* την ελπίδα. β. αυτό που βρίσκεται πέρα από τα όρια της ανθρώπινης γνώσης.

[Ι: αρχ. ἄγνωστος· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. inconnu]

[Λεξικό Γεωργακά]
άγνωστος1 [áγnostos] ο, άγνωστη [áγnosti] η,
  • ① unknown or unidentified person, man, woman, a stranger:
    • άγνωστοι strangers |
    • law υπέβαλε μήνυση κατ' αγνώστου (αγνώστων) he brought charges against a person (or persons) unidentified, unknown |
    • ο άνθρωπος... σαν ορισμένη... μέσα στη ζωή υπόσταση... μένει ένας ~ (Papanoutsos) |
    • ... είναι... μοίρα του Παλαμά να είναι ο μεγάλος ~ των ελληνικών γραμμάτων (Chourmouzios) |
    • poem με ξένους και μ' αγνώστους μας σαν άγνωστοι και ξένοι (Malakasis)
  • ⓐ the unknown soldier (syn άγνωστος στρατιώτης):
    • το μνημείο του αγνώστου, φρουρά του αγνώστου
  • ② math unknown quantity:
    • ο ~ μιας εξισώσεως the unknown of an equation.
[Λεξικό Γεωργακά]
άγνωστος2, -η, -ο [áγnostos]
  • ① pass unheard of, unknown (syn αγνώριμος 2, αγνώριστος 2):
    • ~ άνθρωπος, διαβάτης, συγγραφέας |
    • ένας κόσμος ~ |
    • άγνωστη γη |
    • fig (στον ξένο αναγνώστη) κυρίως η γλώσσα της του είναι άγνωστη γη |
    • άγνωστη πατρίδα |
    • χώρες άγνωστες unknown, unexplored countries |
    • άγνωστες ιστορικές προσωπικότητες |
    • άγνωστες ηρωίδες |
    • ένα τελείως άγνωστο τραγούδι |
    • άγνωστο βιβλίο |
    • άγνωστο κείμενο text not taught, άγνωστες λέξεις, σελίδες |
    • ταξιδεύω ~ travel incognito |
    • είχα μπη αυτό το βράδυ στο θέατρο ~ (Melas) |
    • το μυαλό του ανθρώπου είναι το πλέον άγνωστο όργανο man's brain is the most unknown organ |
    • αυτό το πράγμα είναι αγνώστου προελεύσεως (D άγνωστης προέλευσης) of unknown provenience |
    • αγνώστου ταυτότητος (D άγνωστης ταυτότητας) unidentified |
    • ο ~ Θεός the unknown God |
    • ο ~ στρατιώτης the unknown soldier (syn άγνωστος1) |
    • math ο ~ χ (pronounced [ i]) the unknown x, the unknown quantity; fig crux |
    • ο ~ χ του προβλήματος (Papanoutsos) |
    • (αναγνώρισε) αρχηγό ένα νεώτερο κι άγνωστο πρωτάρη της πολιτικής (Melas) |
    • poem για να πιάση την άγνωστη, | την καταλύτρα Στρίγλα (Palam) |
    • ήρθε, τον είδα, ξένος μού ήταν κι ~ (Xydis) |
    • καθώς μας είναι γύρω μας όλ' άγνωστα και ξένα (Kamarinakis)
  • ⓐ idiom phr είναι άγνωστο it is unknown, άγνωστο γιατί unknown why:
    • είναι άγνωστο πότε θα γυρίση
  • ⓑ ~ philos unknowable, agnostos
  • ② act not knowing, ignorant (syn άγνωρος B, αμαθής, άπειρος) region.:
    • ήμουνε ~ τότες, άπειρος (Psichari).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες