Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άγνωρος, επίθ.· ανέγνωρος.
-
- 1) Άγνωστος, μη γνώριμος:
- τριάντα χρόνια έκαμες άγνωρη των ανθρώπων (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1186· Eρωτόκρ. E´ 69).
- 2)
- α) Που δεν μπορεί κανείς να τον αναγνωρίσει, αγνώριστος:
- βάνει στο πρόσωπο κι εις τα μαλλιά … το μελάνι· εγίνη πάλι ανέγνωρος (Eρωτόκρ. E´ 1151)·
- β) που δεν αναγνωρίζεται ύστερα από αλλοίωσή του, που έχασε την προηγούμενη μορφή του:
- (Π. N. Διαθ. φ. 244 α2).
- α) Που δεν μπορεί κανείς να τον αναγνωρίσει, αγνώριστος:
- 3) Που δε γνωρίζει κ.:
- άδικον μέγαν έχεις, να θες να δείχνεις άγνωρη σ’ εκείνο που κατέχεις (Φαλιέρ., Iστ. 477).
- 4) Που δεν αναγνωρίζει το καλό που του έκαναν, αχάριστος:
- (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. B´ 153).
[<στερ. α‑ + ουσ. γνώρα. H λ. και ο τ. (Βλάχ.) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Άγνωστος, μη γνώριμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγνωρος -η -ο [áγnoros] Ε5 : (λογοτ.) 1. που δεν τον αναγνωρίζουν εξαιτίας ξαφνικής και ριζικής αλλαγής· αγνώριστος: ~ κατάντησε απ΄ τα βάσανα και τις αρρώστιες. 2. άγνωστος, μη γνώριμος: Άγνωροι τόποι. Άγνωρα χώματα. Άγνωρες ηδονές.
[α- 1 γνώρ(α) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγνωρος, -η, -ο [áγnoros] (lit & region. ανέγνωρος)
- Ⓐ pass
- ① unrecognizable (because of change) (syn αγνώριστος 1):
- ~ κατάντησε από την αρρώστια, τα βάσανα |
- θολή την έχω μπρος την παρθένα, ανταριασμένη κι άγνωρη (Vlachogiannis) |
- οι φαντασίες... είδανε το άγνωρο κουφάρι (Rotas) |
- poem με μικρόν ήσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα (Solom) |
- τ' άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου | ναού (Mavilis)
- ② unfamiliar, unknown (syn αγνώριμος 2, άγνωστος 1):
- ξένος κι ~ απόμεινε ο δύστυχος |
- το άγνωρο πλήθος |
- άγνωρα φυτά |
- άγνωρα χώματα, άγνωροι τόποι, άγνωρη φωνή, άγνωρες ηδονές, άγνωρη συφορά, άγνωρη λάμψη |
- πλημμύριζε η ψυχή μου πρώτη φορά από κάτι άγνωρο (Pasagiannis) |
- δέντρα με φύλλα αριά... χρυσοφεγγίζανε σα γνώριμα, σαν άγνωρα στη ρόδινη αντηλιά (KChatzop) |
- poem κακίες προγόνων άγνωρων και ορμές θηρίων πατέρων (Palam) |
- βρίσκει | περίτεχνες κι άγνωρες λέξεις, δίχως | νόημα (Melachrinos) |
- να βγω ως το πλάσμα τ' άγνωρο, που στα κρυφά παλεύει (Avgeris) |
- έπλαθε ο πόθος άγνωρους ρυθμούς (Voutieridis) |
- και γι' άγνωρες πλωρίζει πάντα ξενιτειές (MPetridis)
- Ⓑ act not knowing, ignorant (syn in άγνωστος):
- ίσως η Mυριάνα για τούτο, μ' όλη της την άγνωρη ψυχή, ήταν και συλλογισμένη (Psichari) |
- (η Ποθούλα) μπορεί | να συμβολίζη τους αγνούς πόθους και τις | ελπίδες της άγνωρης κι αθώας λαϊκής ψυχής (Chourmouzios)
[cpd w. γνώρα; form ανέγνωρος late MG]