Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγνοια η [áγnia] Ο27 λόγ. γεν. και αγνοίας : 1.η κατάσταση του να μη γνωρίζει κανείς κτ.· αμάθεια. ANT γνώση: Kόσμος βυθισμένος στο σκοτάδι της άγνοιας και του εφησυχασμού. Στους πολίτες δε δικαιολογείται ~ νόμου. (λόγ. έκφρ.) εν αγνοία κάποιου, χωρίς να το γνωρίζει: Εν αγνοία μου πούλησε το σπίτι. ANT εν γνώσει κάποιου. || (γραμμ.): Ερωτήσεις ολικής / μερικής αγνοίας. Οι ερωτηματικές προτάσεις δηλώνουν ολική ή μερική ~. 2. (στρατ.) η κατάσταση του στρατιωτικού που απουσιάζει αδικαιολόγητα και δεν έχει ακόμα κηρυχτεί λιποτάκτης.
[λόγ. < αρχ. ἄγνοια (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγνοια [áγnia] η,
- ① unfamiliarity, lack of knowledge, ignorance (syn αγνωσία, αμάθεια, ant γνώση):
- το έκαμε από ~ (L εξ αγνοίας) he did it unknowingly, because of ignorance or by mistake |
- εν αγνοία (L) unknowingly, unawares (syn χωρίς να το ξέρη) e.g. εν αγνοία μου unbeknown to me, without my knowledge, behind my back (ant εν γνώσει μου w. my knowledge) |
- το 'κανε εν αγνοία του he did it without knowledge that he was doing it |
- παιδική ~ |
- η ~ της σκηνικής τέχνης |
- βυθισμένος στο σκοτάδι της άγνοιας sunk in deep ignorance |
- η παράλειψη πρέπει ν' αποδοθή σε ~ του κειμένου |
- ~ νόμου δεν επιτρέπεται (δε συγχωρείται) |
- gnom η... αναίδεια έχει την πηγή της στην ~ (Vrettakos) |
- ο καλλιτέχνης στηρίζεται στο πεδίο της άγνοιας ή το πολύ του ενστίκτου (Michelis) |
- κανείς δεν πράττει το κακό με τη θέλησή του· η ~ και η πλάνη, η αμάθεια είναι του ηθικού εκτροχιασμού η αιτία (Papanoutsos)
- ② milit unaccounted for absence:
- ο στρατιώτης εκηρύχθη εις άγνοιαν (L) the soldier was posted missing (syn αγνοούμενος) .
- ① unfamiliarity, lack of knowledge, ignorance (syn αγνωσία, αμάθεια, ant γνώση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγνοιαστος s. άνοιαστος.