Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγναφος, -η, -ο [áγnafos] (& άγναφτος)
- ① unbleached:
- άγναφα μαλλιά
- ② of leather, not processed, undressed (ant γναμμένος, γναφτός):
- άγναφο πετσί
[fr K ἄγναφος & ἄγναπτος respectively]
- ① unbleached: