Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγκιστρο το [ángistro] Ο42 : (λόγ.) 1. ο γάντζος, (οικ.) αγκίστρι. 2. χειρουργικό εργαλείο. 3. (συνήθ. πληθ.) τυπογραφικό σημείο ({ })· μύστακας. || (μαθημ.) σύμβολο που χρησιμοποιείται κυρίως στη θεωρία των συνόλων καθώς και στις αλγεβρικές παραστάσεις, όταν έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί οι παρενθέσεις και οι αγκύλες, για αποφυγή παρερμηνείας.
[λόγ.< αρχ. ἄγκιστρον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγκιστρο [áŋɟistro] το,
- ① fishhook
- ② hook (syn γάντζος):
- ~ ασφαλείας safety catch (syn ασφάλεια)
- ③ zoo barb:
- ~ πτερού
[fr kath άγκιστρον ← AG]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκιστροειδής, -ής, -ές [aŋɟistroi∂ís]
- hook-shaped, hooked (syn αγκιστρωτός):
- ~ γραφή uncial
[cpd w. -ειδής]
- hook-shaped, hooked (syn αγκιστρωτός):
[Λεξικό Κριαρά]
- άγκιστρος η.
-
- Aγκίστρι:
- ο καλός ψαράς … το δόλος … βάνει στην άγκιστρον (Kορων., Mπούας 11520).
[<αρχ. ουσ. άγκιστρον. H λ. τον 4. αι.]
- Aγκίστρι: