Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγευστος -η -ο [ájefstos] Ε5 : 1.που δεν ερεθίζει τα αισθητήρια της γεύσης. || (επέκτ.) άνοστος: Tο φαγητό στην καντίνα είναι ανούσιο και άγευστο. 2. (λόγ., μτφ.) που δεν έχει εμπειρία, γνώση ενός πράγματος: ~ από φιλοσοφία.
[λόγ. < αρχ. ἄγευστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγευστος, -η, -ο [áyefstos] (L)
- ① having no taste, unsatisfactory to taste, tasteless (syn χωρίς γεύση, άνοστος, ανούσιος):
- σαν άγευστο νερό |
- άγευστα φαγητά |
- άγευστο τσιγάρο tasteless cigarette
- ⓐ fig (of artistic and literary products) tasteless, jejune:
- αφομοιώνει τα πλαδαρά και άγευστα προϊόντα του ρομαντισμού της κατάπτωσης (Chourmouzios) |
- ένα παρελθόν καμωμένο από... στιγμές άγευστες..., μολονότι μερικές ανάμεσά τους, όταν υπήρξαν, είχαν... κάποια γεύση (Panagiotop) |
- σε μια εποχή άγευστη και άχρωμη... αυτός έτρεψε το άγευστο νερό στο ζωηρό και δυνατό κρασί της υψηλής τέχνης του (Papatsonis)
- ② not having shared or tried, inexperienced, deprived, not having learned (syn αμέτοχος, άμοιρος, άπειρος):
- ~ φιλοσοφίας lacking in philosophy |
- όχι ~ από μαθηματικά και αστρονομία (Papantoniou) |
- να αφήσωμε τους νέους μας άγευστους κλασικής παιδείας; (Papanoutsos) |
- ~ της Δαντικής τέχνης (Papatsonis) |
- (η πνοή) θα τους απόδειχνε... πως δεν θα ήταν τόσο πικρά άγευστοι της ζωντανής αγάπης (id.)
[fr K ← AG]
- ① having no taste, unsatisfactory to taste, tasteless (syn χωρίς γεύση, άνοστος, ανούσιος):