Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άγγιχτος, επίθ.· ανέγγιχτος.
-
- 1) Άθικτος, αβλαβής:
- τούτοι … ήσανε λαβωμένοι κι άγγιχτος ο τραγουδιστής (Eρωτόκρ. A´ 574).
- 2) Aνέπαφος, ακέραιος:
- χόρτα … ανέγγιχτα (Πανώρ. E´ 397).
[<αγγίζω. T. άγγικτος στο Du Cange App. και ανέγγικτος στο LBG (λ. ‑στος) και το Somav. Ο τ. και σήμ. H λ. σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- 1) Άθικτος, αβλαβής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγγιχτος -η -ο [ángixtos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν αγγίξει· ανέγγιχτος: Άφησε το φαΐ άγγιχτο. Tο κρεβάτι του είναι άγγιχτο, άρα δεν κοιμήθηκε χτες εδώ. 2. (μτφ.) ανέπαφος, ακέραιος: Άγγιχτο κομπόδεμα. Άγγιχτη πατρική περιουσία. || Άγγιχτο κορίτσι, που δεν το άγγιξε ερωτικά άντρας.
[μσν. άγγιχτος < αγγιχτός (υποχωρ., δες στο α- 2) < αγγικ- (αγγίζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγγιχτος, -η, -ο [áŋɟixtos]
- ① not touched (syn άθικτος):
- το κρεβάτι είναι άγγιχτο |
- φοβερίζει να κλέψη το καριοφίλι του παππού του τ' άγγιχτο.... απ' τον καιρό (Vlachogiannis) |
- poem κάποιες χλωρές ζωούλες | από τον όλεθρο άγγιχτες κλ (Palam) |
- λευκός, γαλήνιος, ~ | από την τρικυμία (id.)
- ⓐ untouched, integral, complete (syn ακέραιος, ανέπαφος):
- το φαΐ είναι άγγιχτο |
- χρήματα άγγιχτα |
- το γράμμα σου είναι άγγιχτο απάνω στο τραπέζι |
- άγγιχτη μέσα του η εντύπωση της χτεσινής νυχτιάς (Palam) |
- πιστεύουν πως η ποίηση πρέπει να μένη καθώς έρχεται, ιερή, άγγιχτη, απαραβίαστη (id.) |
- poem πάλι ο καρπός έμενεν ~, | χωρίς ραγή (Sikel) |
- μέσα στο ακράτο σου αίμα | βρήκα την άγγιχτη χαρά (Vlastos)
- ② unused, unworn, new (usu of apparel, utensils etc) (syn αχρησιμοποίητος, αφόρετος κλ):
- άγγιχτο φόρεμα |
- άγγιχτα κεριά |
- poem άγγιχτα τα ποτήρια αφίνουνε κοντά των (Kavafis)
- ③ untouched, untrodden (syn απάτητος):
- άγγιχτο βουνό, άγγιχτο χιόνι |
- poem κι άλλοι από τ' άγγιχτα βουνά... | την πατρική κληρονομιά κρατάν αψεύτιστη (Palam)
- ⓑ not touched by communication w. outsiders, isolated:
- poem σε άσπαρτων τόπων και λαών άγγιχτων τα σκοτάδια (Palam)
- ④ untouchable, unreachable, hard to get:
- {ο κριτικός} θέλει ν' αγγίξη κάπως το άγγιχτο φάντασμα, την αλήθεια (i.e. the unattainable truth) (Palam)
- ⑤ not dealt w., not discussed:
- αχόρταγος να μη θέλη ν' αφήση άγγιχτο κανένα θέμα λυρισμού (Melas)
- ⑥ intact, pure, chaste:
- άγγιχτη παιδούλα |
- άγγιχτα κάλλη |
- άγγιχτη ωραιότητα ενός έργου |
- η Σαπφώ, η άγγιχτη και απλησίαστη γυναίκα (Myriv) |
- poem την άγγιχτη χάρη | μη γγίζης, διαβάτη ζηλιάρη (Palam) |
- τ' αμόλυντο και τ' άγγιχτό σου στήθος (id.) |
- ... απ' όξω στέκει | σαν ~ ο ναός (id.) |
- την ομορφάδα της αιωνιότης | άγγιχτη, αφίλητη, αθώρητη (Mavilis) |
- μπρος στην άγγιχτή σου παρθενιά (Sikel) |
- ... η αγνεία μου, | η άγγιχτη οπώρα της ψυχής μου (id.) |
- κ' είναι οι καρδιές μας άγγιχτες, θερμές και φωτεινές (id.)
[fr late MG άγγιχτος, der of γγιχτός: εγγιχτός; cf άγγικτος (DuCange) and ανέγγιχτος]
- ① not touched (syn άθικτος):