Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγγιγμα το [ángiγma] & άγγισμα το [ángizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του αγγίζω· επαφή: ~ χεριού / φτερού. Ένα ρίγος σαν από ~ βελούδου. 2. (μτφ.) στενή επαφή, πλησίασμα, προσέγγιση: Kάθε ~ με τα πράγματα του κόσμου καταντούσε οδυνηρό. Tο αμοιβαίο ~ των αφηρημένων εννοιών δεν είναι εύκολο.
[αγγικ- (αγγίζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] · μσν. έγγισμα < εγγισ- (εγγίζω) -μα με επίδρ. του αγγίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγγιγμα [áŋɟiγma] το, (& άγγισμα & Solom έγγισμα)
- ① touch, feel, feeling, physical contact (syn άγγιασμα, αγγίξιμο):
- ~ χεριού, ~ φτερού |
- στο άγγισμά του την έπιασε σπασμός (Koumantareas) |
- δεν είχε αισθανθή το πατρικό χέρι παρά στο στιγμιαίο ~ του κτυπήματος (Xenop) |
- ακόμα στο ~, στη μυρουδιά {τα πράγματα} ήταν αλλιώτικα (Myriv) |
- ήταν ένα ρίγος σαν από ~ βελούδου (id.) |
- άφησε... τ' ακροδάχτυλα του τρυφερού ζεστού χεριού της να δεχτούν το πρώτο δειλό ~ από το... χέρι ενός αγοριού (PGlezos) |
- poem χέρια που στα γέρικα | κεφάλια τα χιονάτα | τ' αλαφρό σας τ' άγγισμα | δίνει ξανά τα νιάτα (Palam)
- ② relationship, close contact:
- (ο Ίψεν) πάντα καρτερώντας την αθανασία... με λευκά χερόχτια, για να μη λερωθή από το ~ του πρόστυχου (Palam) |
- η λαχτάρα του ανθρώπου για το πλησίασμα και για το ~... προς την ευτυχία, τη χαρά κλ (id.) |
- κάθε ~ με τα πράγματα του κόσμου καταντούσε μια οδύνη ανοικονόμητη (KPolitis) |
- η ενόραση... είναι... ένα συναισθηματικό και βουλητικό άγγισμα με την πραγματικότητα (Theodoridis)
- ⓐ communication, interrelationship, intercourse:
- να βρη... {μέσα του} τον αιώνιο πυρήνα οπούθε πηγάζει κάθε αληθινό ~ της μιας ψυχής με την άλλη (Theodorakop) |
- το αμοιβαίο άγγισμα της ψυχής των βοήθησε πολύ το μαθητή να συλλάβη τον προορισμό του (id.) |
- αδιαφορεί για τις περίπλοκες καταστάσεις που παρουσιάζει το ζωντανότερο ~ της πραγματικότητας (Sachinis) |
- poem το κρύφιον ~ του νου και τα γλυκά του θάμπη (Sikel)
- ⓑ fig touch, annoyance:
- και βλέμμα έτοιμο να δακρύσει... στο ~ και της πιο ελαφρής κουβέντας των ανθρώπων (Lolos)
- ③ attack (as of an illness etc):
- δεν είχες κανένα ίχνος στην όψη σου από το πικρό άγγισμά της (Palam) |
- μια ευαισθησία... αρρωστημένη από το βάναυσο ~ της ζωής (Peranthis)
- ⓒ insult:
- poem εκειό το έγγισμα πηγαίνει | βαθιά μες στα σωθικά (Solom)
- ④ touching upon, playing (a string instrument):
- τα χέρια μου τρέμαν, όσο δεν έπρεπε, για το μαστορεμένο τ' άγγισμα της Λύρας (i.e. w. poetry) (Palam)
- ⑤ tackling, dealing w.:
- τα υψηλότερα θέματα μόνο σαν έσχατες συνθέσεις μιας ολόκληρης διαλεκτικής πορείας... μπορεί να αγγιχθούν χωρίς το άγγιγμά τους να είναι ανόσιο (Tsatsos)
[fr MG έγγισμα, preserved as dial ModG, this der fr εγγίζω; the α- through influence of verb form αγγίζω]
- ① touch, feel, feeling, physical contact (syn άγγιασμα, αγγίξιμο):