Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγγελμα το [ángelma] Ο49 : είδηση, πληροφορία, μήνυμα, αγγελία, μαντάτο: ~ θανάτου. Xαρμόσυνο ~.
[λόγ. < αρχ. ἄγγελμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγγελμα [áŋɟelma] το, (L)
- ① information, new (syn είδηση, πληροφορία):
- δεν την είπε, δεν την έγραψε την εντύπωση που του προξένησε το ~ {του θανάτου του Μπάυρον}· τη σκάλισε σ' ένα βράχο (Palam) |
- μέσα στο κώμα του ακούει το ~ του μεγαφώνου πως ένας Aμερικανός έρχεται δεύτερος (Papantoniou) |
- πώς έφτασε το ~ του αποκεφαλισμού του στ' αφτιά του παιδιού, αυτό δεν το θυμάμαι (DOikonomidis)
- ② message (syn μήνυμα):
- το χαροποιό ~ ήταν ότι είσαστε καλά (Palam) |
- έτσι και τα πάγη τα υποβρύχια... ένα προσμένουν απλό ~, για να σηκωθούνε και να συντρίψουν ό,τι μπροστά τους ήθελε τύχει (id.) |
- το φως της μορφής του... το αισθάνθηκα... να μου στέλνη ένα ~, ένα προμήνυμα (Theotokas) |
- σαν τέτοια τραγικήν υπερβολή και μόνο παίρνω το ~ του θανάτου, που έρχεται στην κάθαρση του "Μεσημεριού" (Papatsonis) |
- poem "άντρα ποτέ δε γνώρισα. Πώς τούτο θε να γίνη;", στο ~ το απάντεχο του αγγέλου αναρωτήθης (BFreris)
- ⓐ message, admonition, premonition, warning:
- τα όνειρά μου τα τρομάζω κι αυτά, γιατί τα εξηγώ ως αγγέλματα ενός κακού που θα μου συμβή (Palam) |
- απ' την εμπροσθοφυλακή τους, τους πρώτους που βάδιζαν, ήρθε το ~ (Venez)
[fr kath ← K, AG]
- ① information, new (syn είδηση, πληροφορία):