Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγαρμπα [áγarba] adv
- improperly, in bad taste, ungracefully, inelegantly, uncouthly (syn ακαλαίσθητα, άκομψα, ανάρμοστα):
- μίλησε ~ |
- τα είπε ~ |
- πιάσε και φέρε πρώτα τους Σπαρτιάτες· | κι όχι με χέρι βάναυσο, βαρύ, | όχι ~, όπως οι άντρες μας το κάνουν, | μόνο απαλά, ως ταιριάζει στις γυναίκες (Stavrou Ar) |
- με τους στίχους της "κυρά-Γιώργαινας", που άδικα και (ας πω τη λέξη) κάπως ~ λέγανε τη βασίλισσα Όλγα (Melas)
- ⓐ awkwardly, clumsily, maladroitly:
- περπατεί ~ |
- ενήργησε ~ he acted awkwardly |
- ~ τα κατάφερες you managed awkwardly |
- την έπαθε ~ he failed in a resounding manner |
- άρχισαν το παιχνίδι άτσαλα και ~ μ' ένα χονδροειδέστατο χωρατό (Psathas) |
- σκόνταψα, το γόνατό μου με τάραξε, γέλασα ~ και στανικά (Terzakis) |
- poem είναι τόσο διαολεμένος | ξωθαλασσίτης κι ~φκιασμένος (Mammelis)
[fr άγαρμπος]
- improperly, in bad taste, ungracefully, inelegantly, uncouthly (syn ακαλαίσθητα, άκομψα, ανάρμοστα):