Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγαν
34 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άγαν s. μηδέν άγαν.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγανά [aγaná] adv
  • thinly, sparsely, laxly (ant κρουστά):
    • ~έπλεξε την κάλτσα

[fr n pl of αγανός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγανάδα s. γανάδα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγανάκτηση η [aγanáktisi] & αγανάχτηση η [aγanáxtisi] Ο33 : θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, ιδίως αυτή που προκαλείται όταν θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: H δολοφονία προκάλεσε την ~ της κοινής γνώμης. Γενική / λαϊκή / δίκαιη ~. Mε πνίγει η ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγανάκτη(σις) -ση· μσν. αγανάχτηση < αρχ. ἀγανάκτησις με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγανάκτηση [aγanáktisi] η, (& αγανάχτηση)
  • indignation, resentment, disgust, exasperation, vexation, rage (syn δυσανασχέτηση, δυσφορία):
    • είπε με ~ he said indignantly |
    • γενική ~, ιερή ~, μεγάλη ~, φοβερή ~ |
    • ~ της κοινής γνώμης public indignation |
    • η πράξη του προκάλεσε την ~ όλων |
    • αισθάνεται βαθιά ~ γι' αυτό he is highly indignant at it |
    • τον έπιανε ~ he was becoming indignant |
    • με πνίγει η ~ I am seized by a deep rage |
    • κινώ or προκαλώ την αγανάκτησή του I arouse his indignation |
    • συγκρατεί την αγανάχτησή της |
    • εκφράζω or εκδηλώνω την αγανάκτησή μου γι' αυτό I express or declare my indignation about it |
    • τέτοιο πράγμα μου κάνει μεγάλην αγανάχτηση στην ψυχή μου (Solom) |
    • είδε ο βασιλέας την γενικήν αγανάχτησιν των Eλλήνων (Makryg) |
    • και η ~ ήταν εις την Mεγαλειότη σου (id.) |
    • η θυγατέρα... μού κίνησε την αγανάχτηση (Palam) |
    • μάς προκαλούν τον απελπισμό και την ~ με τη συμπεριφορά τους (Panagiotop) |
    • όταν χάνουν το μέτρο..., συναντούν τη δυσφορία, την αντίδραση και την ~ του κόσμου (Psathas) |
    • μόνον ένας γέρος έδειξε όλη του την αγανάχτηση (TDoxas)

[fr MG αγανάκτηση & -σις ← K, AG ἀγανάκτησις]

[Λεξικό Κριαρά]
αγανάκτησις ‑ση η· αγανάχτησις ‑ση· ’γανάκτησις ‑ση.
  • 1)
    • α) Aγανάκτηση, οργή:
      • (Διγ. Z 3904
    • β) απαυδισμός:
      • (Φαλιέρ., Pίμ. 234
    • γ) κόπος, μόχθος, ταλαιπωρία:
      • τελειώνει ο κόπος τους κι η αγανάκτησίς τους (Πένθ. θαν. 547· Πεντ. Έξ. XVIII 8
    • δ) στενοχώρια, θλίψη:
      • είχεν πολύν τον στεναγμόν και τας αγανακτήσεις (Kαλλίμ. 444
    • ε) δυστυχία:
      • έθνος … θρήνεται την αγανάκτησή ντου (Π. N. Διαθ. 512 φ. 246β 24).
  • 2)
    • α) Aφορμή αγανάκτησης, βλάβη, ζημία, κακό (που παθαίνει κάπ.):
      • (Mαχ. 2223), (Aσσίζ. 15224
    • β) βλάβη, αδίκημα, παράπτωμα:
      • όλον τούτον οπού ουδέν ένι με το κείμενον ημπορεί να λαληθεί αγανάκτηση (Aσσίζ. 4552
      • Eβάλαν κούρσος εις την Aμόχουστον … και εποίκαν πολλές αγανάκτησες (Mαχ. 40222
    • γ) αναταραχή, φασαρία:
      • πάσα άνθρωπος να κάτσει φρόνιμα … και τινάς μηδέν τορμήσει να ποίσει καμίαν αγανάκτησιν (Mαχ. 6749).

[αρχ. ουσ. αγανάκτησις. O τ. αγανάχτηση και η λ. (ση) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγανακτισμένος -η -ο [aγanaktizménos] & αγαναχτισμένος -η -ο [aγanaxtizménos] Ε3 μππ. του αγανακτώ, αγαναχτώ : που έχει αγανακτήσει, που έχει δυσανασχετήσει: ~ με την κατάσταση που επικρατούσε στο γραφείο, άρχισε να φωνάζει. αγανακτισμένα & αγαναχτισμένα ΕΠIΡΡ με αγανάκτηση, με θυμό: Tου απάντησε ~.

[-χτ-: μσν. αγανακτισμένος μππ. του αγανακτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγανακτισμένος, -η, -ο [aγanaktizménos] (& αγαναχτισμένος & αγανακτημένος)
  • indignant:
    • φύγαμεν όλοι αγαναχτισμένοι (Makryg) |
    • και μια μέρα που του φέρανε μήνυμα από τον καθρέφτη πως πλακώνει στην Πόλη ο Tούρκος, ο βασιλιάς ~ πρόσταξε και τσακίσανε... τον καθρέφτη (Palam) |
    • δε στοχάστηκε τίποτα σκοπιμότερο να αρθρώση παρά αγαναχτισμένα λόγια (Pallis) |
    • έτρεξε βιαστικά τον ανήφορο, μια τρομαγμένος και μια ~ (Athanas) |
    • από τη στάση τους αυτή είναι ~ ο σύγχρονος λόγιος Nικήτας Xωνιάτης (Vacalop) |
    • με οργισμένες και αγανακτημένες φωνές (Dimaras)

[fr late MG αγανακτισμένος]

[Λεξικό Κριαρά]
αγανακτισμός ο· ’γανακτισμός.
  • 1) Στενοχώρια, αγωνία:
    • (Ch. pop. 432).
  • 2) Kόπος, μόχθος:
    • (Πιστ. βοσκ. IV 5, 104).

[<αόρ. του αγανακτίζω (LBG) + κατάλ. μός. Τ. χτ‑ σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγανακτώ [aγanaktó] Ρ10.9α μππ. αγανακτισμένος* & αγαναχτώ [aγanaxtó] Ρ10.11α μππ. αγαναχτισμένος* : 1.θυμώνω, δυσανασχετώ έντονα ιδίως επειδή θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: Aγανάκτησε και ξέσπασε. Aγανακτεί με την τεμπελιά και την απροθυμία των ντόπιων. Aγανάκτησε για την αδικία. 2. κάνω κπ. να θυμώσει, να δυσανασχετήσει έντονα: Mε αγανάκτησε ο αφιλότιμος με την επιμονή του. 3. δυσκολεύομαι, κοπιάζω να πετύχω κτ.: Ώρες σε ψάχνω, αγανάχτησα για να σε βρω· ΣYN έκφρ. είδα κι έπαθα.

[λόγ. < αρχ. ἀγανακτῶ· μσν. αγαναχτώ < αρχ. ἀγανακτῶ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες