Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγαμος -η -ο [áγamos] Ε5 : (λόγ.) που δεν έχει παντρευτεί· ανύπαντρος, ελεύθερος. ANT έγγαμος: ~ βίος. Προτίμησε την άγαμη ζωή από το να παντρευτεί άνθρωπο που δεν τον ήθελε.
[λόγ. < αρχ. ἄγαμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγαμος1 [áγamos] ο,
- unmarried or single man, bachelor (syn εργένης) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγαμος2, -η, -ο [áγamos] (L)
- unmarried, celibate (syn ανύπαντρος, ελεύθερος, ant παντρεμένος, L έγγαμος):
- ~ βίος celibacy (syn αγαμία, μπεκιαριλίκι) |
- πέρασε το βίο της άγαμη (Papatsonis) |
- ν' άνθισαν ειδύλλια στις καρδιές και των άγαμων μελών της βασιλικής οικογένειας (Palaiologos) |
- η δημοφιλής βασίλισσα με το ζεύγος των μνηστευμένων... και την άγαμη θυγατέρα της περιοδεύουν (id.) |
- ώριμη κόρη πια, προτιμά την άγαμη ζωή της από την ένωση με τον άνθρωπο κλ (id.) |
- άγαμη (L άγαμος) κοπέλα unmarried or single girl, bachelor girl (& w. special connot spinster)
[fr kath ← K, AG ἄγαμος]
- unmarried, celibate (syn ανύπαντρος, ελεύθερος, ant παντρεμένος, L έγγαμος):