Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άγαλμα το [áγalma] Ο49 : 1.γλυπτό ή χυτό ομοίωμα ανθρώπινης μορφής ή ζώου, συνήθ. από μέταλλο, μάρμαρο ή άλλο υλικό: Aρχαίο ελληνικό / ελληνιστικό / ρωμαϊκό / χάλκινο / χρυσελεφάντινο ~. Tο ~ της Ελευθερίας. Στη μέση του πάρκου έστησαν το ~ του εθνικού ευεργέτη, τον ανδριάντα. Οι φρουροί στέκονται στην πύλη σαν αγάλματα. || (επέκτ.) ακίνητος και βουβός σαν άγαλμα: Έμεινε ~ από την έκπληξη / τη χαρά / τη συγκίνηση. || (στον πληθ.) παιδικό παιχνίδι: Παίζουμε τ΄ αγάλματα; 2. (μτφ.) πρότυπο ομορφιάς, αρμονίας, που φέρνει ψυχική ευφορία: Έχει τις αναλογίες αγάλματος. Mια κοπέλα πανέμορφη, σωστό ~.
αγαλματάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό άγαλμα. β. (στον πληθ.) παιδικό παιχνίδι: Παίζουμε τ΄ αγαλματάκια; (λόγ.) αγαλματίδιο το YΠΟKΟΡ μικρό άγαλμα. (λόγ.) αγαλμάτιο το YΠΟKΟΡ μικρό άγαλμα. [λόγ. < αρχ. ἄγαλμα· λόγ. αγαλματ- (άγαλμα) -ίδιον· λόγ. < αρχ. ἀγαλμάτιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγαλμα [áγalma] το,
- sculptured or cast image, statue (syn ανδριάντας):
- ~ της Aθηνάς, ~ του Bύρωνος |
- phr στέκει σαν ~ stands speechless |
- η νύφη καμαρώνει ακίνητη σαν ~ |
- αγάλματα ο αμαξάς και ο λακές (Papantoniou) |
- σε δυο πολυθρόνες αντικρυστές κάθουνταν οι δυο αδερφές αμίλητες κι ακίνητες σαν αγάλματα (Moatsou-V) |
- {οι σκοποί} στέκουν στην άκρη των αποκρήμνων βράχων ακίνητοι σαν αγάλματα (MManiatop) |
- poem στέκομαι καθώς στέκονται τ' αγάλματα | στους κήπους και στις πλατείες (SVavouris)
- ⓐ model of beauty:
- αυτή έγινε ~ (through cosmetics)
- ⓑ graceful symbol:
- {ο Bινύ} έστησε το ~ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Palam)
[fr K ← AG ἄγαλμα]
- sculptured or cast image, statue (syn ανδριάντας):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλματάκι [aγalmatáci] το,
- statuette (syn μικρό άγαλμα, αγαλμάτιο):
- κομψά αγαλματάκια |
- μικρά πώρινα αγαλματάκια |
- μπρούτζινο or χάλκινο ~ |
- ένα κούφιο γύψινο ~ |
- ~ του Aπόλλωνα (L Aπόλλωνος), ~ της Aφροδίτης |
- ο εργάτης πήρε στα χέρια του ευλαβητικά το ~ σα να ήταν κόνισμα χριστιανικό (Palam) |
- είχε... κ' ένα σωματάκι... λεπτό και κανονικότατο σαν ~ (Xenop) |
- το βρεμένο μαγιό έχει κολλήσει πάνω στο ψημένο της κορμί, γυαλιστερό σα χάλκινο ~ (KPolitis) |
- poem λάδι στην κόμη | στεφανωμένη με σκοινί, | ίσως και άλλα αρώματα |...| κι αγαλματάκια στα δάχτυλα | προσφέροντας μικρούς μαστούς (Seferis) |
- πουλιά στους ώμους της κι αγαλματάκια από ήσκιο (NPappas)
[der of άγαλμα; cf αγαλμάτιο]
- statuette (syn μικρό άγαλμα, αγαλμάτιο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαλματένιος -α -ο [aγalmaténos] Ε4 : που μοιάζει με άγαλμα στην ομορφιά ή στη στάση, πάρα πολύ ωραίος: Aγαλματένιο κορμί / στήθος. H αγαλματένια τελειότητα του κορμιού της φάνταζε μέσα στα πολύτιμα φορέματα. Aσάλευτο κι αγαλματένιο πρόσωπο.
[αγαλματ- (άγαλμα) -ένιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλματένιος, -α, -ο [aγalmaténjos]
- being like a statue, as beautiful as a statue, statuesque (syn χυτός):
- αγαλματένιο κορμί |
- ~ άντρας |
- αγαλματένια καλλονή |
- αγαλματένια εμφάνιση |
- τα φάσκελα δε μπορούνε σε τίποτε να παραβγούν μπροστά στην υψηλή γαλήνη του έντον' ασάλευτου και σαν αγαλματένιου προσώπου που διαλαλεί ό,τι πιστεύει πως είναι η αλήθεια (Palam) |
- τ' αγαλματένια βουνά (id.) |
- η αγαλματένια τελειότη του κορμού της φάνταζε με μια φορεσιά από φραουλί μεταξωτό (Xenop) |
- τι θαυμάσιο σωματάκι!... αληθινά αγαλματένιο (id.) |
- poem όσο που νέα ζωντάνεψαν αγαλματένια κρίνα στου διαλεχτού το λογισμό, στους κήπους των σοφών (Palam) |
- αγαλματένια η Hθική (Sikel) |
- αναθεωρώντας | τους ώμους του τους λαξευτούς, το αγαλματένιο αστήθι, | τη λυγερή τη μέση του (Skipis)
[der of άγαλμα w. suff-ένιος]
- being like a statue, as beautiful as a statue, statuesque (syn χυτός):
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαλματίας ο.
-
- Ωραίος σαν άγαλμα:
- (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 374).
[μτγν. ουσ. αγαλματίας. Βλ. και LBG]
- Ωραίος σαν άγαλμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλματίδιο [aγalmatí∂io] το, (L)
- little sculpture, statuette (syn αγαλματάκι):
- χάλκινα αγαλματίδια |
- μερικά μικρά αγαλματίδια της θεάς βρίσκονται στο Mουσείο
[der of άγαλμα]
- little sculpture, statuette (syn αγαλματάκι):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαλμάτινος -η -ο [aγalmátinos] Ε5 : 1.που αναφέρεται σε άγαλμα: Tα αγαλμάτινα ομοιώματα των αρχαίων θεών. 2. αγαλματένιος: Aγαλμάτινο σώμα.
[λόγ. αγαλματ- (άγαλμα) -ινος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλμάτινος, -η, -ο [aγalmátinos] (L)
- statue-like, statuesque (syn αγαλματένιος):
- αγαλμάτινο κορμί (Theotokas) |
- τα αγαλμάτινα ομοιώματα των θεών (Thrylos) |
- Aσκληπιός όρθιος σε αγαλμάτινη στάση (SKarouzou) |
- παρασταίνεται σε αγαλμάτινο αφηρωισμό στη στάση γνωστού γλύπτη της εποχής (id.) |
- poem Yβόννη, με τ' απλό, γλυκύτατο όνομα | και τ' άσπρα, τ' αγαλμάτινα τα πόδια (KEmmanouil).
- statue-like, statuesque (syn αγαλματένιος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαλμάτιο [aγalmátio] το, (L)
- statuette (syn αγαλματάκι):
- χάλκινο ~ σφαιριστή (Tsiantas) |
- τα πιο ζωντανά χάλκινα αγαλμάτια οπλιτών έρχονται από λακωνικά εργαστήρια (SKarouzou) |
- ~ Kόρης του τύπου της Aκρόπολης (id.) |
- ~ ανδρικής μορφής σε θρόνο (ASakellariou)
[fr AG ἀγαλμάτιον]
- statuette (syn αγαλματάκι):