Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άβροχος -η -ο [ávroxos] Ε5 : 1.(για μήνα, εποχή κτλ.) που κατά τη διάρκειά του δεν έχει βρέξει ή δε βρέχει συνήθ.: ~ μήνας. ~ καιρός. Tο καλοκαίρι πέρασε άβροχο. ΠAΡ M΄ άβροχο Φλεβάρη, λιγοστό σιτάρι. Aύγουστος ~, μούστος άμετρος. 2. που δε βράχηκε, άβρεχτος. (λόγ.) ΦΡ αβρόχοις ποσί, χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια.
[αρχ. ἄβροχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβροχος, -η, -ο [ávroxos] (& άβρεχος)
- ① rainless:
- ~ μήνας, ~ καιρός |
- το καλοκαίρι πέρασε άβροχο |
- gnom Aύγουστος ~, μούστος άμετρος when August is rainless, the vintage is plentiful |
- μ' άβροχο Φλεβάρη λιγοστό σιτάρι
- ② unwet, dry (syn άβρεχτος, ant στεγνός):
- άβροχη βοσκή |
- {οι πεθαμένοι στον Άδη} γυρεύουν οι άβρεχοι ένα ποτάμι να βραχούν (Psichari) |
- poem και να πάω στην άβροχη, στη ρημασμένη χώρα (Palam)
[fr AG ἄβροχος]
- ① rainless: