Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άβραστος -η -ο [ávrastos] Ε5 : 1.που δεν είναι βρασμένος: Nερό / γάλα άβραστο. || Άβραστα αυγά, ωμά. 2. που δεν είναι αρκετά βρασμένος: Mακαρόνια / χόρτα άβραστα. Tο κρέας έμεινε άβραστο. 3. που δεν έχει υποστεί ζύμωση: ~ μούστος.
[μσν. άβραστος < α- 1 βρασ- (βράζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβραστος, -η, -ο [ávrastos]
- ① unboiled, uncooked (syn ωμός):
- άβραστο αβγό a raw egg
- ⓐ insufficiently boiled, under-cooked:
- το κρέας έμεινε άβραστο
- ② fig unfermented:
- το κρασί είναι ακόμη ~ μούστος
- ⓑ raw:
- άβραστο μετάξι raw silk |
- άβραστο λινέλαιο raw linseed oil.
- ① unboiled, uncooked (syn ωμός):