Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άβουλος, επίθ.
-
- Που δεν έχει τη γνώμη και κάποιου άλλου:
- άβουλος γαρ ου βούλομαι να στείλω την αρμάδα (Pιμ. Bελ. ρ 167).
[πιθ. <στερ. α‑ + ουσ. βουλή, αν δεν πρόκ. για το αρχ. επίθ. άβουλος. Η λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει τη γνώμη και κάποιου άλλου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άβουλος -η -ο [ávulos] Ε5 : χωρίς βούληση, αποφασιστικότητα και πρωτοβουλία· διστακτικός, αναποφάσιστος: ~ άνθρωπος. Άβουλη κυβέρνηση. Άβουλη νιότη. Άβουλο όργανο / πλάσμα. Είναι ένα άτομο πολιτικά άβουλο.
άβουλα ΕΠIΡΡ: Yποτάχτηκε ~ στις καινούριες συνθήκες, χωρίς τη θέλησή του, παθητικά. [μσν. άβουλος < α- 1 βουλ(ή) 2 -ος (διαφ. το αρχ. ἄβουλος `αστόχαστος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβουλος, -η, -ο [ávulos]
- ① unthinking, thoughtless, imprudent, unwise (syn άκριτος, άσκεφτος, αστόχαστος):
- ~ άνθρωπος, νέος, άβουλο πλάσμα |
- prov ~ ο νους, διπλός ο κόπος of a person undertaking sth without carefully planning and thinking out the pertinent details, so that he is required to make additional efforts |
- μάτι χωρίς νου και χωρίς καρδιά που σε κάνει και σένα άβουλο και αναίσθητο (Palam) |
- κυβερνήσεις αδύνατες, άβουλες, ανίκανες για οποιαδήποτε σοβαρή εθνική δράση (Melas) |
- μεμιάς αυτός ο "~", ο λησμονημένος λαός απόδειξε πως έχει και κρίση και γλώσσα και δύναμη να επιβάλη αυτό που θέλει (Ploritis) |
- δούλοι του παρελθόντος και είλωτες των αβούλων σπαραγμών (Kasimatis) |
- τον έβλεπε... κλαψιάρη, άβουλο, δίχως θάρρος κι ανδρισμό (Roufos) |
- στερεότυπες είναι οι αυτόματες, οι άβουλες, οι ανώνυμες πράξεις (Papanoutsos) |
- θα υπάρξουμε... σαν άβουλα και ετερόφωτα και ετεροκίνητα ενεργούμενα; (Panagiotop) |
- όλο αυτό το άμορφο λεφούσι στριφογύριζε άβουλο... και περίμενε διαταγές (Theotokas) |
- τριγύριζε ~ κι αυτός και αργόσχολος σαν και μένα (id.) |
- είμαστε γέννημα μιας άβουλης στιγμής (TAthanasiadis) |
- poem γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης | σαν τη δικιά μας (Gryparis)
- ② without volition, lacking willpower, weak-willed, irresolute (syn χωρίς θέληση, αναποφάσιστος, διστακτικός):
- ~ άνθρωπος man w. no willpower, irresolute person |
- άβουλο όργανο, ~ υπήκοος, άβουλη νιότη |
- ~ κι ανήμπορος |
- άβουλη ψυχή |
- την άβουλη τέλος και άνεργη εγκαρτέρηση (Gryparis) |
- ~, τέλεια κυριαρχημένος από τη γυναίκα του (Melas) |
- να θεωρήσωμε τον ηθοποιό ανελεύθερο και άβουλο έργο στα παντοδύναμα χέρια του δραματικού ποιητή... (Papanoutsos) |
- την βρίσκουν {την ελληνική πρωτεύουσα} ανίκανη και άβουλη για κάθε άμυνα (Dimaras) |
- ένα άτομο... πολιτικά άβουλο, έχει χάσει την αυτονομία του (KTsatsos) |
- {τα αισθήματα} με κρατούσαν εκεί άβουλο και αναποφάσιστο (Zisis) |
- ένας περιττός κι ~ μάρτυρας (Plaskovitis) |
- στάθηκε ~ κι αμίλητος (id.) |
- θα 'μαστε άβουλοι ν' αντιδράσουμε (RApostolidis) |
- poem κι ο μέγας Έρωτας μακριά και είν' ~ ο άντρας | κι άπραχτος (Palam) |
- και δεν έχει | τίποτε που να τόνε πης στερνού φιλόσοφου ήσκιο | με τη βουλή την άβουλη, στα μνήματα γειρμένο (id.) |
- εγώ τ' αδέξιο τ' άβουλο παιδί τ' ονειροπλάνο (id.) |
- το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη αναμελιά | κι αραθυμιά σαν της δικής μας νιότης (Gryparis) |
- δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα | προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα (Varnalis)
[fr AG ἄβουλος or new cpd w. βουλή 'will' and 'thinking, decision']
- ① unthinking, thoughtless, imprudent, unwise (syn άκριτος, άσκεφτος, αστόχαστος):