Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άβλαβος, επίθ.
-
- 1) Που δεν έπαθε τίποτα, σώος, απρόσβλητος:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 181)·
- δεν άφηκεν (ενν. το θανατικόν) ούτε κάστρη ούτε χώρες άβλαβους (Συναδ. φ. 82r).
- 2) Aμετάβλητος, ακέραιος, ανόθευτος:
- πίστιν … άβλαβον (Διγ. A 4320).
[<αρχ. επίθ. αβλαβής. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Που δεν έπαθε τίποτα, σώος, απρόσβλητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άβλαβος -η -ο [ávlavos] Ε5 : 1.που δεν προξενεί βλάβη, κακό· άκακος, αβλαβής: Mην το φοβάσαι· ένα άβλαβο πλάσμα του Θεού είναι. Tα μικρά άβλαβα ζώα του δάσους. Άβλαβο γιατρικό, αθώο. 2. που δεν έχει πάθει βλάβη· άβλαφτος.
[α- 1 βλάβ(η) -ος (πρβ. αρχ. ἀβλαβής)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβλαβος, -η, -ο [ávlavos]
- ① undamaged, unhurt, safe, intact (syn άβλαφτος):
- γερός κι ~ safe and sound (cf σώος και αβλαβής) |
- είναι άβλαβη η συνείδησή σου ενώ μου λες τέτοια; (Solomos) |
- και με τα σπαθιά εις το χέρι αναχώρησαν οι Έλληνες άβλαβοι (Makryg) |
- είδε... τη Φιορούλα στο παράθυρο σώα κι άβλαβη (Xenop) |
- έφτασε στο Mεσολόγγι ο Γ. ~ με τους δικούς του (Vlachogiannis) |
- απάνω από τον υλικό καταποντισμό επιπλέει σωσμένο κι άβλαβο το πνεύμα της αρχαίας τέχνης (Chourmouzios) |
- poem η καρδιά μου, | πόφυγε άβλαβη απ' τον κόσμο (Sikel) |
- οι μάνες αποχτούσαν άβλαβα παιδιά (GKotzioulas)
- ② innocuous, harmless:
- άβλαβο ζώο, πράμα, γιατρικό, φαΐ κλ |
- βλαβερά και άβλαβα μικρόβια harmful and harmless germs |
- με τι τρόπο θα 'κανε άβλαβο σαν ανύπαρχτο τον οχληρό που της έσφιγγε τώρα το χέρι (Xenop) |
- λαφιάτης ήταν, άβλαβο πράμα, σπιτόφιδα μαθές. Kαλό έκανε (Myriv) |
- το γελοίο πηγάζει από μιαν ηθική αντίθεση που με άβλαβο τρόπο γεφυρώνεται για τις αισθήσεις (δηλ. σε μια παράσταση) (Papanoutsos) |
- βαφές των μαλλιών... άβλαβες (Saratsis) |
- τα έλη μας έγιναν άβλαβα (id.) |
- poem και είν' άβλαβο το φοβερό της Mέδουσας κεφάλι (Palam) |
- άβλαβη για τα μάτια η αντηλιά | έκλωθε, ως να ζητούσε γυρισμό (Agras)
[fr late MG, this cpd w. βλάβη]
- ① undamaged, unhurt, safe, intact (syn άβλαφτος):