Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβγαλτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άβγαλτος -η -ο [ávγaltos] Ε5 : 1α.(για πργ.) που δεν τον έχουν βγάλει: Άβγαλτο καρφί. || Άβγαλτο λάδι, που δε βγήκε ύστερα από πίεση. β. που δε φύτρωσε ή δεν εμφανίστηκε ακόμη: Άβγαλτη σπορά. || Άβγαλτα γένια. || ~ ήλιος. γ. (λαϊκότρ. για ρούχα κτλ.) που δεν τον έχουν ξεβγάλει· αξέβγαλτος: Mας κόπηκε το νερό κι άφησα τα ρούχα άβγαλτα. 2α. (για πρόσ.) που δεν έχει απομακρυνθεί από κάποια περιοχή· αταξίδευτος: ~ απ΄ το χωριό του. β. που δεν έχει βγει στη ζωή, δεν έχει κοινωνική πείρα: Tη βρήκε αθώα κι άβγαλτη και την ξεγέλασε. Παριστάνει την άβγαλτη.

[α- 1 βγαλ- (βγάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άβγαλτος, -η, -ο [ávγaltos]
  • ① not taken out or off:
    • ένα καρφί έμεινε άβγαλτο |
    • έχω ένα δόντι άβγαλτο
  • ⓐ not having come out (syn αταξίδευτος):
    • είναι ~ από το χωριό του
  • ⓑ not extracted:
    • έχω το λάδι άβγαλτο
  • ⓒ not sprouted (syn αφύτρωτος):
    • τα κουκιά, τα σύκα είναι άβγαλτα
  • ⓓ not having appeared, of celestial bodies:
    • άβγαλτη ακόμα η πούλια the Dipper has not appeared yet |
    • ήρθα ~ ο ήλιος I arrived at dawn (syn αβάρετος)
  • ② unexposed, inexperienced, unsophisticated, green, usu of girls (syn αθώος, απονήρευτος):
    • άβγαλτη κοπέλα, άβγαλτο κορίτσι |
    • παριστάνει την άβγαλτη she pretends to be inexperienced, innocent |
    • φαινόταν άβγαλτη, ανήξερη, αθώα (Xenop) |
    • την Aνθίτσα την άβγαλτη και την άμαθη (Papantoniou)
  • ⓔ unsocial (syn ακοινώνητος):
    • ~ άνθρωπος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες