Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άβαφος -η -ο [ávafos] & άβαφτος -η -ο [ávaftos] Ε5 : I.που δεν τον έχουν βάψει: Άβαφο ξύλο. ~ τοίχος. Άβαφα χείλια / μαλλιά. || αμακιγιάριστος: Όταν είναι άβαφη, φαίνεται περισσότερο χλωμή. II. (για μέταλλα) που δε βαφτίστηκε σε ψυχρό νερό μετά την πυράκτωσή του και έτσι δεν έγινε σκληρότερος.
[μσν. άβαφος < α- 1 βάφ(ω) -ος· ελνστ. ἄβαπτος (στη σημ. ΙΙ) με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβαφος, -η, -ο [ávafos]
- undyed, unpainted, (of shoes) unpolished:
- σπίτι, σκαμνί, τραπέζι άβαφο
- ⓐ without makeup:
- άβαφη κυρία |
- άβαφα χείλη
- ⓑ metall. not hardened in water, untempered (of metal heated in fire)
[fr MG άβαφος ← α- and βαφή]
- undyed, unpainted, (of shoes) unpolished: