Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβαθο [ávaθo] το,
- lack of depth, shallowness, superficiality:
- το κάπως ~ πια της φιλοσοφίας του, κάτι σαν περασμένη μόδα (Palam)
[n sg of άβαθος]
- lack of depth, shallowness, superficiality:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άβαθος -η -ο [ávaθos] Ε5 : 1α.που δεν έχει μεγάλο ή αρκετό βάθος· ρηχός, ανάβαθος, αβαθής: Άβαθο πηγάδι. Άβαθη κοίτη / όχθη / σπηλιά. Άβαθα νερά. β. (μτφ.) που δεν προχωρεί σε βάθος, επιπόλαιος, ρηχός: Άβαθη σκέψη / αντίληψη. Άβαθες ρητορείες. 2. (λογοτ.) που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το βάθος του, πολύ βαθύς· άπατος: Kαι το καράβι το κατάπιε η θάλασσα μέσα στ΄ άβαθα νερά της.
άβαθα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [α- 1 βάθ(ος) -ος (πρβ. ελνστ. ἀβαθής)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβαθος, -η, -ο [ávaθos]
- ① having little or no depth, shallow (syn ανάβαθος, ρηχός):
- άβαθη κοίτη, άβαθη γούρνα, άβαθο νερό, άβαθο καλαθάκι |
- η ανατολική όψη με τις χαμηλές και άβαθες τρίπλευρες αψίδες (MChatzidakis) |
- οι ενδομητριακοί αδένες ήταν άβαθοι και ευθύγραμμοι χώροι (NLouros) |
- μια άβαθη σχεδία, ένα πριάρι... γλιστράει αργά (Ouranis) |
- poem και τα νεράκια τ' άβαθα, γλυκόηχα, κρύα, καθάρια (Palam)
- ⓐ fig not profound, superficial (syn επιπόλαιος, κούφιος, ρηχός):
- άβαθη γνώση |
- πολύ άβαθη λέξη, χρειαζόταν πιο βαριά (TAthanasiadis) |
- άβαθο, βέβαια, αλλά ευχάριστο ανάγνωσμα (Dimaras) |
- ~ αισθηματισμός shallow sentimentality |
- άβαθη ζωή της βιομηχανίας shallow life, dullness of industry |
- άβαθη δημοσιογραφική εντύπωση superficial journalistic impression (Palam) |
- κάπως άβαθο είναι το ξεχώρισμα σκέψης και πράξης (id.) |
- ο κάπως ~ στοχαστής (Papatsonis) |
- το βιβλίο... με την άβαθη και αντιφατική στοχαστικότητά του (id.) |
- δουλική μίμηση σε εποχή άβαθου θαυμασμού των ελληνικών προτύπων (id.) |
- τέρψη εύκολη, επιπόλαιη και άβαθη (Papanoutsos) |
- κινδυνεύει να γίνη ρηχός, ~ ο σοσιαλιστικός πολιτισμός (id.) |
- η αντίρρηση είναι επιπόλαιη, μαρτυρεί απλώς μιαν άβαθη, τολμώ να πω μια βάρβαρην αντίληψη της παιδείας (KTsatsos) |
- να επιπεδώνεται... το πνεύμα με το να περιπίπτη συχνά στο επίπεδο της ωμής και άβαθης επαφής του με τον κόσμο (Theodorakop)
- ② dial & lit very deep, bottomless (syn άπατος, απύθμενος) folks. πνιχτήκαν για τα σένα μέσα στ' άβαθα κι απάτητα νερά του Mαυροποτάμου |
- poem πόσες φορές θυμήθηκα πως τ' άβαθα νερά σου | τα τρέφουνε της συμφοράς και του πνιγμού τα δάκρυα (Valaor)
[cpd ά-βαθος; cf άτελος]
- ① having little or no depth, shallow (syn ανάβαθος, ρηχός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αβαθούλωτος -η -ο [avaθúlotos] Ε5 : που δεν είναι ή που δεν έγινε βαθουλός. ANT βαθουλωμένος.
[α- 1 βαθουλώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αβαθούλωτος, -η, -ο [avaθúlotos]
- not hollowed-out, unsunken (ant βαθουλός, βαθουλωτός)
[cpd α-βαθουλωτός]