Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άβαθνος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άβαθνος, -η, -ο [ávaθnos] (Epirus & lit)
  • of great or unmeasurable depth, very deep, bottomless, fathomless:
    • dial του θαλασσινού θεού του 'λαχε μια τρισμέγαλη χώρα πάνου στ' άβαθνα ετούτα νερά a thrice-great land fell to the sea god over these very deep waters (EVlami) |
    • poem (το κοπάδι) και κύλησε όλο στο γκρεμό, | καταμεσής σωριάστηκε | μέσ' το άβαθνο λαγκάδι (Sikel) |
    • κι α σε κατάγκρεμο χορό τραβούν χειροπιασμένες, | ~, μέγας κι ο βυθός, αφεύγατος κι ο χάρος (GDouras)

[The adj is a new form. *βαθινός (cf syn βαθερός and βαθικός) 'deep', whence no. dial *βαθνός, accented ἄβαθνος anal. after ἄβαθος, ἄπατος, so τ' ἄβαθνα ← τα βαθνά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες