Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβαθα1 [ávaθa] τα,
- shallow waters (syn αβαθή L, ρηχά):
- poem πλάι στο ρέμα, τα δενδράκια τα ξερά στρώνουν βουβή τη θλίψη τους στ' ~ κάτου (Malakasis)
- ① bottomless depths:
- μπήκε στ' ~της γης
[n pl of άβαθος]
- shallow waters (syn αβαθή L, ρηχά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άβαθα2 [ávaθa] adv
- ① at a slight depth, shallowly (syn ανάβαθα, ρηχά):
- κιονόκρανα που έχουν ένα πυκνό φυτικό θέμα, ~ σκαλισμένο (MChatzidakis)
- ② not profoundly, superficially:
- (ο κριτικός) ~ και πρόχειρα ματιάζοντάς με... βρίσκει πως μέσα στο έργο μου φαίνεται πάρα πολύ το βιβλίο και όχι... το πρόσωπο (Palam) |
- (τα νιάτα) ξέρουν πόσο ~ είναι ριζοβολημένες μέσα στην ψυχή τους οι προθέσεις (Papanoutsos) |
- poem όσοι πορεύονται ~, κοπαδιαστά, και ζούνε | στην τύφλα (Palam).
- ① at a slight depth, shallowly (syn ανάβαθα, ρηχά):