Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Φράγκος ο [fráŋgos] Ο18 : (παρωχ.) 1. παλαιότερη ονομασία για τους κατοίκους της Δυτικής Ευρώπης, χωρίς εθνολογική διάκριση. 2. για άτομο που ανήκει στο καθολικό ή στο προτεσταντικό δόγμα, καθολικός, προτε στάντης: Δεν είναι ορθόδοξος, είναι ~.
[μσν. Φράγκος < ιταλ. Franco -ς < λατ. Francus (< παλ. γερμ.) (πρβ. ελνστ. Φράγκος < λατ. πληθ. Franci)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραγκοσταφυλιά η [fraŋgostafilá] Ο24 : θάμνος φυλλοβόλος και καρποφόρος, που παράγει τα φραγκοστάφυλα.
[φραγκοστάφυλ(ο) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραγκοστάφυλο το [fraŋgostáfilo] Ο41 : μικρός, σφαιρικός καρπός της φραγκοσταφυλιάς, κόκκινου χρώματος, που σχηματίζει τσαμπιά και που χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή γλυκών και ηδύποτων.
[φραγκο- + σταφύλ(ι) -ο (δηλ. ξένο, όχι ντόπιο)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραγκοσυκιά η [fraŋgosiká] Ο24 : κακτώδης θάμνος με σαρκώδη φύλλα, αγκαθωτός και οπωροφόρος.
[φραγκόσυκ(ο) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φραγκόσυκο το [fraŋgósiko] Ο41 : ο αγκαθωτός, χυμώδης και εύγευστος καρπός της φραγκοσυκιάς.
[φραγκο- + σύκο (δηλ. ξένο, όχι ντόπιο)]