Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Φαρισαίος ο [fariséos] Ο18 : 1. μέλος, οπαδός θρησκευτικής (και πολιτικής) ιουδαϊκής αίρεσης με άκρα προσήλωση στους τύπους του νόμου και της λατρείας: Οι Φαρισαίοι ήταν συνήθως γραμματείς και νομοδιδάσκαλοι. 2. (μτφ.) άτομο που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από την επιφανειακή και υποκριτική τήρηση των τύπων (της ηθικής, της ευγένειας κτλ.)· υποκριτής: Γέμισε ο τόπος με ψεύτες, φαρισαίους κι απατεώνες. ΦΡ γραμματείς και φαρισαίοι, για ανθρώπους υποκριτές.
[λόγ. < ελνστ. Φαρισαῖος < αραμ. pérīshayyā πληθ. του pérīshā (αρχική σημ.: `ξεχωρισμένοι΄)]