Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σκυλοπνίχτης ο [skilopníxtis] Ο10 : (οικ.) χαρακτηρισμός πολύ παλιού και επομένως πολύ επικίνδυνου καραβιού.
[σκυλο- + πνικ- (πνίγω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]