Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Σιλωάμ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Σιλωάμ ο [siloám] Ο (άκλ.) : μόνο στη ΦΡ η κολυμβήθρα* του ~.

[λόγ. < ελνστ. Σιλωάμ (από τα αραμ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες