Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Πόντιος ο [póndios] Ο20α θηλ. Πόντια [póndia] Ο27α & Ποντία [pondía] Ο25α : ο κάτοικος του Πόντου ή συνήθ. αυτός που κατάγεται από τον Πόντο. || (ως επίθ.): Πόντιοι ποδοσφαιριστές. Σύλλογος ποντίων κυριών.
[λόγ. < τοπων. Πόντ(ος) -ιος (διαφ. το αρχ. πόντιος `θαλασσινός΄), πρβ. αρχ. ποντικός `από την περιοχή του Πόντου΄, που όμως δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, γιατί θύμιζε τη σημερ. λ. ποντικός· Πόντι(ος) -α· λόγ. Πόντ(ιος) -ία]