Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολυαγαπημένος -η -ο [poliaγapiménos] Ε3 : που τον αγαπούν πολύ, που αισθάνονται γι΄ αυτόν μεγάλη, ιδιαίτερη αγάπη: Aφιερώνω αυτό το βιβλίο στους πολυαγαπημένους μου γονείς. H πολυαγαπημένη μας πατρίδα. || προσφώνηση (κυρ. σε επιστολές) προς οικείους παραλήπτες: Πολυαγαπημένο μου παιδί. Πολυαγαπημένη μου μητέρα. Πολυαγαπημένε μου πατέρα. Πολυαγαπημένε μου φίλε.
[πολυ-1α + αγαπημένος μππ. του αγαπώ]