Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Παναμάς ο [panamás] Ο1 : στη ΦΡ υπόθεση Παναμά, για σκανδαλώδη υπόθεση οικονομικής κατάχρησης στην οποία ενέχονται δημόσια πρόσωπα.
[λόγ. < γαλλ. Ρanama -ς από οικονομικά σκάνδαλα κατά τη διάνοιξη της διώρυγας του Παναμά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παναμάς ο [panamás] Ο1 : είδος ελαφρού ψάθινου αντρικού καπέλου.
παναμαδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. panama -ς από το όν. της χώρας της Κεντρικής Aμερικής]