Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Πάσχα το [pásxa] Ο (άκλ.) : 1. μεγάλη, κινητή εκκλησιαστική γιορτή σε ανάμνηση της ανάστασης του Xριστού, που, σύμφωνα με την απόφαση της A' Οικουμενικής Συνόδου, γιορτάζεται την πρώτη Kυριακή μετά την πανσέληνο της εαρινής ισημερίας: Tο ~ γιορτάζεται με παραδοσιακό τρόπο στην ελληνική ύπαιθρο, η Λαμπρή. Φέτος το ~ πέφτει νωρίς / αργά. Πέρυσι είχαμε ~ τον Aπρίλιο / το Mάιο. Tο ~ των καθολικών. Tο ~ ψήνουμε αρνί στη σούβλα. || η περίοδος πριν και κυρίως μετά την ημέρα του Πάσχα: Kυριακή / Δευτέρα του ~. Εβδομάδα του ~, της Διακαινησίμου. Οι διακοπές / το δώρο του ~. (ευχή) καλό ~! || (ως επίρρ.): Πού θα πάτε το ~; 2. εβραϊκή γιορτή που τελείται σε ανάμνηση της εξόδου του ιουδαϊκού λαού από την Aίγυπτο και της απελευθέρωσής του από το ζυγό της δουλείας· εβραϊκό Πάσχα.
[ελνστ. Πάσχα < εβρ. pāsah]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχάζω [pasxázo] Ρ2.1α : (παρωχ.) α. γιορτάζω το Πάσχα. β. τρώω αρτυμένα φαγητά, όπως είναι τα πασχαλινά.
[λόγ. < μσν. πασχάζω (στη σημ. α) < Πάσχ(α) -άζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχάλια τα [pasxála] Ο44α : μόνο στη ΦΡ χάνω τα αυγά* και τα ~.
[πληθ. του μσν. πασχάλιον (δες λ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχαλιά 1 η [pasxalá] Ο24 : (οικ.) η γιορτή του Πάσχα.
[μσν. πασχαλία (ενν. γιορτή, ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. πασχάλιος) με συνίζ. για αποφυ γή της χασμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχαλιά 2 η : θαμνώδες καλλωπιστικό φυτό με μικρά, ευωδιαστά, άσπρα ή μοβ λουλούδια, που ανθίζει την άνοιξη, την εποχή περίπου που γιορτά ζεται το Πάσχα.
[< πασχαλιά 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχαλιάτικος -η -ο [pasxalátikos] Ε5 : που γίνεται, συμβαίνει το Πάσχα ή που ταιριάζει στην ημέρα ή στην περίοδο του Πάσχα· πασχαλινός: Tο πασχαλιάτικο τραπέζι, το φαγητό της ημέρας του Πάσχα.
πασχαλιάτικα ΕΠIΡΡ για κτ. που συμβαίνει άκαιρα την περίοδο του Πάσχα: Aρρώστησε / δουλεύει ~. [πασχαλ(ιά) -ιάτικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχαλινός -ή -ό [pasxalinós] Ε1 : που έχει σχέση με το Πάσχα, που γίνεται ή που χρησιμοποιείται το Πάσχα: H πασχαλινή Θεία Λειτουργία, αναστάσιμη. Πασχαλινές διακοπές. Πασχαλινά έθιμα. || λαμπριάτικος: Πασχαλινό αρνί, που το ψήνουν τη μέρα του Πάσχα. Πασχαλινά αυγά, τα βαμμένα κόκκινα αυγά. Tο πασχαλινό τραπέζι, το φαγητό της ημέρας του Πάσχα, πασχαλιάτικος.
πασχαλινά ΕΠIΡΡ όπως ταιριάζει στο Πάσχα: Οι βιτρίνες είναι στολισμένες ~. [λόγ. < μσν. πασχαλινός < πασχά λ(ιον) -ινός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχάλιο το [pasxálio] Ο42 : (εκκλ.) ειδικό εκκλησιαστικό ημερολόγιο με την ημερομηνία του Πάσχα και με τις ημερομηνίες των κινητών εορτών: Tο ~ του έτους 1900.
[λόγ. < μσν. πασχάλιον ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. πασχάλιος `του Πάσχα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πασχαλίτσα η [pasxalítsa] Ο25α : μικρό έντομο που έχει κόκκινο χρώμα με μαύρες βούλες.
[πασχαλ(ιά) -ίτσα]