Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Οκτώβριος ο [októvrios] Ο19 : ο δέκατος μήνας του χρόνου.
[λόγ. < ελνστ. Ὀκτώβριος < λατ. Οctober (αρχικά ο όγδοος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου, octo `οχτώ΄) -ber > -βριος κατά το Ἰανουάριος και ελνστ. Ὀκτώμβριος (το μ αναλ. προς τα Σεπτέμβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος· σύγκρ. αντίστοιχο σημερ. λαϊκ. Οκτώμβριος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- Οκτώβριος ο· Οκτώβρης· Οκτώμβριος· Οχτώβριος.
-
- Οκτώβριος:
- (Βουστρ. 17414)·
- (ως επιθετ. προσδ. του ουσ. μήνας):
- (Μαχ. 60010).
- Ως προσωποπ.:
- Είδα και τον Οκτώβριον άνθρωπον εις το σκήμαν (Λίβ. Esc. 1072).
[μτγν. ουσ. Οκτώβριος. Ο τ. ‑ης στο Βλάχ. (‑ις) και σήμ. Ο τ. ‑μβ‑ τον 6. αι. Η λ. και σήμ.]
- Οκτώβριος: