Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Nύμφη η [nímfi] Ο30 : 1.στην αρχαία ελληνική μυθολογία, δευτερεύουσα θεότητα που κατοικούσε κοντά σε λίμνες, ποτάμια ή σε βουνά, δάση κτλ. || χαρακτηρισμός όμορφης κοπέλας: Οι νύμφες του Bορρά, νέες από χώρες του βορρά. 2. για ωραία παράλια πόλη· νύφη1γ: H νύμφη του Θερμαϊ κού, η Θεσσαλονίκη. H νύμφη του Παγασητικού, ο Bόλος.
[λόγ. < αρχ. Νύμφη]
[Λεξικό Κριαρά]
- νύμφη η· νύφη· πληθ. νυμφάδες· νυφάδες.
-
- 1)
- α) Γυναίκα την ημέρα του γάμου της, νύφη:
- όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις (Ερωτόκρ. Γ́ 1374)·
- β) γυναίκα που μόλις παντρεύτηκε, νιόπαντρη:
- (Διγ. Esc. 666), (Ερωφ. Έ 486).
- α) Γυναίκα την ημέρα του γάμου της, νύφη:
- 2) Σύζυγος:
- ετούτη η κοπελιά για νύφη τού ταιριάζει (Φορτουν. Δ́ 431).
- 3) Μνηστή, μελλόνυμφη:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [864]), (Ροδολ. Β́ 152).
- 4) (Θρησκ.) έκφρ. νύμφη Χριστού =
- (α) (προκ. για την Εκκλησία, για να δηλωθεί η συμβολική της ένωση με το Χριστό):
- (Ροδινός 79)·
- (β) (προκ. για αγίες της χριστιανικής πίστης, για να δηλωθεί η συμβολική τους ένωση με το Χριστό):
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 158).
- (α) (προκ. για την Εκκλησία, για να δηλωθεί η συμβολική της ένωση με το Χριστό):
- 5) Σύζυγος ή μνηστή γιου:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 95v)·
- μήτηρ … έλα … να ιδείς την καλήν μου, την νύμφην σου (Διγ. Άνδρ. 33725).
- 6) Σύζυγος αδελφού:
- έκανεν παιδί με … την νύμφη του, ήγουν την γυναίκα του αδελφού του (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 256r).
- Φρ.
- 1) Γίνομαι νύμφη με κάπ. = παντρεύομαι κάπ.:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1486]).
- 2) (Ε)παίρνω (για) νύφην, βλ. επαίρνω 2ε.
- 3) Λαμβάνω νύμφην = παντρεύομαι (πβ. και λαμβάνω Φρ. 2γ):
- (Βίος Αλ. 2311).
- 4) Λαμβάνω εις νύμφην, βλ. λαμβάνω Φρ. 10· πβ. και γυνή 2 φρ. (α).
[αρχ. ουσ. νύμφη. Ο τ. στο Meursius και σήμ. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νύμφη 1 η [nímfi] Ο30 : (λόγ.) νύφη1α, συνήθ. στις εκκλησιαστικές εκφράσεις Nύμφη ανύμφευτος*. Nύμφη του Xριστού: α. η Εκκλησία. β. μοναχή.
[λόγ. < αρχ. νύμφη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νύμφη 2 η : (ζωολ.) το τελευταίο στάδιο μεταμόρφωσης της κάμπιας· χρυσαλλίδα.
[λόγ. < αρχ. νύμφη]